έχε το νου σου στο παιδί..




Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2013

Το παιχνίδι παίζεται ακόμα....και θα πάμε..



Ειδα ενα Ο νειρο αποψε..
Εκατομμυρια Προβατα επανω σε ενα Τεραστιο Μακρυ, Τρενο , στριμωγμενα το ενα πανω στον αλλο, εφευγαν...βελαζοντας.
Εφευγαν απο τη χωρα που μυριζε γη καμενη και εγω ... πισω απο αυτο το τρενο, ετρεχα κλαιγοντας , ικετευοντας ...μη φευγετε , γυριστε πισω , απο τις σταχτες θα ξαναγεννηθει η ελπιδα... νομιζοντας πως ειναι Ανθρωποι!
Ωσπου το τρενο χαθηκε...
Θανατος μυριζε, παντο
υ αποκαιδια...περπαταγα απελπισμενη και μονη σε μια Χωρα ερημη...
Εκατσα κατω οκλαδον.
Εκρυψα το προσωπο μου, μεσα στις δυο μου τις παλαμες.
Ξαφνου εκει, απο τις χαραμαδες των δαχτυλων μου , αντικρυσα μια πεταλουδα...
Μου μιλησε !!!!!!!!
Ναι, με ανθρωπινη μιλια...και απιστευτα γενναια!!
Μη φοβασαι πανεμορφο ΛΥΚΑΚΙ μου...
" Θέλει, ατέλειωτα νυχτέρια
Να γίνει η κάμπια χρυσαλίδα και μετάξι"
Ανοιξα τα ματια μου , σηκωθηκα αποτομα, πηγα στον καθρεφτη και κοιταχτηκα!
Ο νειρο ηταν.
Εγω, καμια σχεση με τον πανεμορφο Λυκακο..
Κοιταξα τη μερα απο το παραθυρο.
Λιακαδα χειμωνιατικη σαν Ανοιξη εμοιαζε.
Πλυθηκα ντυθηκα..
κατεβηκα στο ΔΡΟΜΟ, να βρω την "πεταλουδα" που ερωτευθηκα στον ΥΠΝΟ μου χθες βραδυ...


"...Μην με μαρτυρήσεις!
Και προπαντός να μην του πεις πως μ' εγκατέλειψεν η ελπίδα!
Καθώς κοιτάς τον Ταΰγετο, σημείωσε τα φαράγγια
που πέρασα. Και τις κορφές που πάτησα. Και τα άστρα
που είδα. Πες τους από μένα, πες τους από τα δακρυά μου,
ότι επιμένω ακόμη πως ο κόσμος
είναι όμορφος!"
Νικηφόρος Βρεττάκος

">

Ας πατήσουμε αισιόδοξα στον καινούριο χρόνο,
Κι αν πάλι ξεγελασθούμε
Εμείς δεν θα φταίμε
Η ελπίδα θα φταίει
Όμως εμείς θα έχουμε κάνει ότι μπορούσαμε
Φωνάξαμε από χρόνια δυνατά
Φωνάζουμε τώρα ακόμα πιο δυνατά
Για τον Άνθρωπο που το μόνο όπλο που κρατάει, είναι γεμάτο από ειρήνη, αγάπη, γνώση, δουλειά, φιλία, δικαιοσύνη, αλληλεγγύη, γεμάτο από έρωτα για τη ζωή.
Οι έμποροι του θανάτου θα νικηθούν στο τέλος
Ήδη είναι φαντάσματα του Ανθρώπου, καμένα χαρτιά της Ιστορίας, ανα-θρώνουν αριθμούς και συνθήματα, μας κρατάνε επιδεικτικά τα βιβλιάρια των καταθέσεων, φωνασκούν πως κλέβουν τη μπουκιά από το στόμα των παιδιών, αναλώσιμα υλικά ενός αποδομημένου, άφλεβου κόσμου, με πλαστικά υλικά φτιαγμένου. Αυτός ο κόσμος θα γίνει παρανάλωμα του πυρός. Αυτοί οι ίδιοι θα είναι τα προσανάμματα. Είτε πρόκειται για πολιτικούς δράκους με μάσκες ανθρώπων, είτε για ανθρωποειδή τέρατα ινδοξανθιώτικης προέλευσης, είτε για τα κατακόκκινα μαγουλάκια τσάρων με λεπτές φωνούλες σοσιαληστικοβουτηγμένες, είτε για χονδροειδή υπερμεργέθη νούμερα αφρίζοντα για εξουσία, είτε για κολοτουμποειδή αντικείμενα που εζήλωσαν πρωθυπουργικά γραφεία, ντόπια και ξένα ζόμπι, είτε για ναζιζο-αποπλύματα των πολέμων, είτε….
Ο κόσμος αυτός θα πεθάνει.
Ένας άλλος κόσμος θα ανατείλει το χαμόγελο των παιδιών.
Έχουμε χρέος να υπηρετήσουμε τον κόσμο που υπηρετεί τον νου και την καρδιά του Ανθρώπου. Ο υλικός άνθρωπος είναι νεκρός.

.....................


Λαχτάρησα την Pax

Εδώ στη μοναξιά του πλήθους
Την είδα στον ύπνο μου χθες βράδυ
Κουνούσε την Ο υρίτσα της
Παίζαμε χιονοπόλεμο, είμασταν ντυμένοι καλά

Εσύ φορούσες ένα κόκκινο σκουφάκι
Και το χαμόγελο
Κι εγώ με παγωμένα χέρια, απλωμένα στον Ουρανό να ζεσταθούν
Και ήταν ένα τοπίο φωτεινό, ήταν ολόγιομο το φεγγάρι , όλα τ' αστέρια ήταν αναμμένα
Η νύχτα φώτιζε ελπίδα.
Ο λα φωτιζαν τον δρόμο της οδού Ο νείρων.
Δεν έμοιαζε τίποτα με τα γήινα δρώμενα
Ήταν μαγικά αιώνια.





Δε θυμάμαι ομορφότερη νύχτα.
Δε θυμάμαι πιο παράξενη νύχτα.

Πήρα το δάκρυ σου, και το `κανα στιχάκι σε τραγούδι.
Πήρα την πίκρα σου, την έκανα ρεφρέν μιας μουσικής.
Κι έγινε η νύχτα μες στη νύχτα, κατακόκκινο λουλούδι.
Πάνω απ’ την πόλη ένα φεγγάρι, μεθυσμένο από νωρίς.

Για σένα, για σένα.

Δε θυμάμαι ομορφότερη νύχτα.
Δε θυμάμαι πιο παράξενη νύχτα.

Είδα το στίχο μας γραμμένο, με μπογιά πάνω στους τοίχους,
κι όσοι περνούσαν τραγουδούσαν, τη δική μας μουσική.
Και πλημμυρίσαν ξαφνικά, όλα από φωτα κι από ήχους,
κι έγινε η νύχτα μες στη νύχτα, συναυλία και γιορτή.

Για σένα, για σένα.

Δε θυμάμαι ομορφότερη νύχτα.
Δε θυμάμαι πιο παράξενη νύχτα.

Φωτιές, καπνοί, ακόμα μια φορά, η ίδια ιστορία,
κλείσαν οι δρόμοι από παντού, που να κρυφτείς και που να πας.
Αγριεμένες οι φωνές, αγκαλιασμένη χορωδία,
Ελλάς, Ελλάς και τι θα γίνει, πάλι φίλε μου μ’ εμάς.

Για σένα, για σένα, για σένα, για σένα.

Αγριεμένες οι φωνές, αγκαλιασμένη χορωδία,
Ελλάς, Ελλάς και τι θα γίνει, πάλι φίλε μου μ’ εμάς.

Για σένα
Μπορεί η Ο μορφιά της Ουτοπίας να είναι η αβεβαιότητα...αλλά
"Εγώ θα κάνω όνειρα κι αληθινα μη γίνουν .. μου φτάνει που προσπάθησα όνειρα να μη μείνουν...."
ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ, με τις οποιες δυσκολίες,
ΣΥΝΕΙΔΗΤΑ να ανατρέψουμε τις ουτοπιες μας.
Ν αντέξουμε.
Για χαρη της ΕΛΠΙΔΑΣ που γεννηθηκε..
ΚΑΛΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ

Ναι.

Όταν με πλησίασες, καθισμένος στην άκρη της λίμνης, πετούσα στρογγυλές πέτρες
και χαμογέλαγα με τις μπουρμπουλήθρες.
Μία, δύο..
Μία ,δύο, τρεις
Μία, δύο, τρεις τέσσερις....yesssss
Αιχμηρές πέτρες να πετάς στη λίμνη, μου είπες
Εκεί είναι το θαύμα.
Σφάζουν τα χέρια , ματώνουν το νερό, σου είπα

Άπλωσες τα χέρια σου

Κατακόκκινα.

">

ανειπωτα λογια....
κι αν κυλησε ο χρονος, η ιδια λαχταρα...



">



Τουλάχιστον να μην βρέξει...
Αυτό μόνο, και θα τα καταφέρουμε.
Και ας μην ήταν και χειμώνας, γαμώτο...
Αλλά έτσι είναι, δεν αλλάζει...
Είχα ξαναπεράσει από δω παιδί,
αλλά δεν θυμάμαι πια τον δρόμο.
Αν κάνω λάθος θα μας καταπιούν τα ίδια μας τα βήματα.
Εκεί που θα πηγαίνουμε,θα μικραίνουμε,θα χαθούμε,θα ξεχαστούμε.
Πρώτη φορά η ζωή μου στα χέρια μου.
Σαν ξένο μωρό...
Αλλά δεν υπάρχουν ξένα μωρά.
Πρέπει να το πάρω στα χέρια.
Πώς παίρνεις την ζωή σου στα χέρια σου;
Πώς πραγματώνεται αυτή η ωραία και λεβέντικη φράση των βιβλίων;
Κατ΄αρχήν,από πού την πιάνεις;
Από πού πιάνεται η ζωή; Από τι ξεκινάς;
Άχαρος στα μερεμέτια, ανέπνευστος στις πατέντες,
και αν δεν μου μαγειρέψεις πέθανα!
Με τρελαίνει οτιδήποτε μηχανικό δεν καταλαβαίνω,
παραλύω όταν χαλάνε μηχανήματα που δεν κατέχω την λογική τους,
που εξαρτώμαι από τους εξειδικευμένους,
χαμένος στην έρημο,ένας χρήστης.
Αυτό.
Ένας σκέτος χρήστης.
Νύχτα,με κομμένο το ρεύμα παντού και έναν φακό στο στόμα,
πρέπει να βρω κάπου να κοιμηθούμε απόψε.
Στα χέρια μου κρατάω ανθρώπους πια,
δεν με παίρνει να τα έχω στις τσέπες και να κατεβαίνω τον δρόμο σφυρίζοντας,
γκόμενος και άνετος.
Υπάρχουν μάτια που με κοιτάζουν,κόκκινα,
έτοιμα για κλάματα, νυσταγμένα.
Πώς διάολο βρίσκεις τον δρόμο;
Κάποιος σοφός μου είχε πει κάποτε,
πως πρέπει οπωσδήποτε στο τέλος να έχεις να πεις μια ιστορία.
Τουλάχιστον αυτό,μια ιστορία.
Μαντάρω τα ρούχα μου,ρελιάζω τις λέξεις,
πρέπει από κάπου να το πιάσω.
Από χρήστης,δημιουργός.
Από συνδρομητής,Θεός.
Δεν ξέρω ούτε τι ώρα είναι.
Πόση ώρα έχει πού έχει νυχτώσει και πόσο κρατάει η νύχτα εδώ.
Αν κοντεύει να ξημερώσει,
μπορεί και να αντέξουμε.
Αλλά δεν μπορώ να ελπίζω σε αυτό.
Πρέπει άμεσα να βρω κάπου να κοιμηθούμε απόψε.
Ναι,αυτό πρώτα από όλα.
Μπορεί να είμαστε τυχεροί.
Κάποιοι έφυγαν και άφησαν τα σπίτια τους ανοιχτά και τα ψυγεία στην πρίζα.
Δεν ξέρω και πόση μπαταρία έχει ακόμη ο φακός.
"Αν με αγκαλιάσεις πολύ σφιχτά,θα βγάλει φως ο λαιμός μου" της λέω.
Το κάνει!
Με τα παιχνίδια γίνεται...
Θα νομίζει πως έχω χαλάσει.
Πρέπει να σκεφτώ. Χωρίς να σταματήσω να αισθάνομαι.
Αλλά επείγει ένα μέρος να βγει η νύχτα.
Σαν ιερή αποστολή,να μας παραδώσω στο μέλλον.
Άθικτους.
Το πρωί θα βρούμε κι άλλους.
Θα έρχονται από τον ορίζοντα,τις πόλεις,τη θάλασσα...
Θα πλησιάσουμε,θα αρχίσουμε πάλι.Να μία φωτεινή σκέψη!
Οι άλλοι. Οι "σαν κι εμάς".
Σαν αγουροξυπνημένα κουτάβια,με πρησμένα μάτια,
έχοντας νικήσει το πιο δύσκολο βράδυ της ζωής μας,
θα κηδέψουμε τις απώλειες, θα πούμε μόνο ένα "πάμε;"
και θα πάμε...





">

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου