κι απ' τη βροχή.
-άρωμα γης μετά τη βροχή.
συλλαβή στα όνειρα σου.
ότι δήθεν ζεσταίνω τα χεράκια παιδιών του δρόμου.
πόσοι δεν έφτασαν ποτέ πριν τον θάνατο.
Από μακριά μπερδεμένες φωνές προγόνων,
πέρασαν κάποτε απ’ τον ίδιο δρόμο,
άλλοι δείλιασαν και γύρισαν πίσω,
άλλοι τράβηξαν μπροστά χωρίς να μετράνε
τον φόβο,
δίχως νερό στα παγούρια τους,
με ξερό στόμα, κόκκινα μάτια απ’ την αγρύπνια
των ονείρων,
σκεπάζονταν με κίτρινα φύλλα
τις κρύες νύχτες,
αγκαλιαζόταν με τ’ αστέρια
να ζεσταθούν .
Απλώθηκε ένα κόκκινο φεγγάρι καταμεσής στον ουρανό,
πήραμε χρώμα και συνεχίσαμε,
σαν
να περπατούσαμε
πάνω σε σύννεφα,
απαλά.
μην μας ακούσουν τα θηρία.
Πιαστήκαμε με τα χέρια,
μη χαθούμε.
Ήμασταν τόσο σίγουροι πια.
Ταξιδευτής
Σεπτέμβρης 2011
Στις πέντε μπροστά στην Πολιτεία
Ούτε ένα σωματικό άγγιγμα
Ένα φιλί, μια χειραψία
Ούτε ένα υλικό δώρο
Όροι απαράβατοι
Τρέμουν τα χέρια μου
Τα πόδια μου λύνονται
Στις πέντε ακριβώς
Όπως σε περίμενα ακριβώς
Τα ήξερα Όλα
Ταξιδευτής
19 Μαρτίου 2011
Γιατί μεγάλωσε η ομορφιά πάνω σου
Η ομορφιά έχει ρίζες, όπως τα δέντρα
Ανθίζει σαν την άνοιξη
Έχει παρελθόν, όπως η παράδοση
Έχει μέλλον, όπως η αγάπη
Έχει μεγάλα μάτια, όπως Εσύ
Πλαταίνει το χαμόγελο
Όπως το ποτάμι της νιότης συναντά τη θάλασσα
Αποκτά σοφία, όπως ο χρόνος
Δημιουργεί ιστορία, όπως ο αγώνας
Για ένα πιο δίκαιο κόσμο
Είναι κατάκτηση
Σαν την ελευθερία
Είναι δέσμευση, όπως ο όρκος
Γίνεται πάθος, όπως ο μαύρος κύκνος
Χρώματα, σαν κουρτίνες δωματίου
Οικειότητα, σαν την φιλία
Αστραπή, σαν έρωτας
Αντίσταση, σαν δίκιο
Καλοσύνη, σαν μοίρασμα
Γέλιο, σαν γιορτή
Δάκρυ, σαν συγκίνηση
Λαχτάρα, σαν φρέσκο ψωμί
Φως, σαν την πρωινή καλημέρα
Φιλί, όπως η σμίξη των αισθήσεων
Όνειρο, σαν νησί που ταξιδεύει
Ψυχή, σαν την αιωνιότητα
Γνώση, σαν ιχνηλάτης ονείρων
Ματιά, καθρέφτης
Φιλία, μωσαϊκό
Βάθος, πίνακας ζωής
Πορεία, όπως η Οδύσσεια
Ταινία, όπως ο Κισλόφσκι
Πέταγμα, όπως του γλάρου
Συντροφικότητα, όπως το πέταγμα δυό γλάρων
Μοναδικότητα, όπως ο Άνθρωπος
Α, όπως η αρχή
Ω, όπως το τέλος
Ο, όπως η ολοκλήρωση
Υ, όπως το πολύτιμο μυστικό
Η ομορφιά μεγάλωσε, δεν είναι ποτέ όπως τότε
Ο βυθός είναι η ζωή
Άπειρα τα χρώματα
Μεγάλα τα Ό-νειρα
Στην κορυφή μαγεμένα
Ταξιδευτής
26 Φεβρουαρίου 2011
Παρθένα, αθώα, φωτισμένα απ' το πρώτο της γέννησης φως
ανέμελα παιγνίδια, έκπληκτα όνειρα
ψυχές τρυφερές καμωμένες σ' ένα σκληρό κόσμο
-κάποτε ήταν τα παιδικά μας κορμιά.
Τώρα, αυτή τη στιγμή, γεννιέται ένα παιδί
τώρα, αυτή τη στιγμή, πεθαίνει ένας γέρος
τώρα, αυτή τη στιγμή, αργοπεθαίνουν εκατομμύρια άνθρωποι
νέοι, μεσήλικες, πριν καταφέρουν να ζήσουν.
Ασελγούμε πάνω στις ζωές των παιδιών
χωρίς αιδώ, πάνω στα όμορφα μάτια τους
όπλα και πυρηνικά
ναρκωτικά και εμπόριο σάρκας
μπετόν και σίδερα
φράζουν τις αυλές τους
γεμίζουν με θλίψη τη δικιά τους ζωή, πριν ακόμα καταλάβουν τον κόσμο των μεγάλων αρπακτικών.
Πως να μεγαλώσει ένα παιδί σε μια τσιμεντένια αυλή και μια οθόνη,
δεν θα δει ποτέ, πως ένας σπόρος γίνεται όμορφο λουλούδι
με την μεθυστική μυρωδιά αγνού ονείρου.
Ακουμπισμένος στο παράθυρο της ομίχλης του κόσμου
γράφω ξανά, ένα γιατί.
Πριν πατήσω τέρμα το γκάζι και με την ιλιγγιώδη ταχύτητα του παραλογισμού
και καρφωθώ στους τοίχους τους, να διαρρήξω τα πέτρινα μάτια τους.
Με ένα θάνατο για τη ζωή
που ήμουν κάποτε κι εγώ.
Ταξιδευτής
29 Ιουνίου 2010
Ομορφιά
Κλείνω τα μάτια μου
Μήπως και σε δω
Mε ολάνοιχτα μάτια είσαι πάντα κρυμμένη
Πίσω από της ιστορίας το ναυάγιο
Μέσα στα είθε του μέλλοντος
Σε κλέβω μέσα σ' ένα όνειρο, μέσα σε μια ευχή
Σε κλέβω κάτω από μια λέξη
Μόνο μια λέξη
Αυτή που εκείνο το βράδυ
Δεν σου είπα
Λιγόψυχος, έσκυψα το κεφάλι
Κι έφυγα για πάντα
Να μείνω για πάντα.
Ταξιδευτής
31 Μαρτίου 2010
Άσε μια χαραμάδα κάπου
Να φανεί μια αχτίδα
Για την υπόλοιπη ζωή μας
Ζωγράφισε αστέρια στη νύχτα
Ποιητή μη στέκεσαι στο βάθος του πηγαδιού ευθυτενής
Κοίτα πάνω
Θέλουμε μια ελπίδα από Σένα
Aς μοιάζει με ψευδαίσθηση
Ταξιδευτής
22 Νοεμβρίου 2009
Τέλος καλό, όλα καλά
Σαιξπηρικός επίλογος.
Μετά την τρικυμία σου
Μετά την τρικυμία μου
Θέλω να πιω το γέλιο σου απόψε
Θέλω να μεθύσω την αναπνοή σου
Το σώμα σου βιολί να παίξω
Και το λακκάκι στο λαιμό σου
Να βουλιάξω
Κι εσύ
Όταν έρθεις το βράδυ
Θα με δεις ξαπλωμένο πάνω στα όνειρα
Και θα γελάς
Κι εγώ θα δαγκώνω δυό τριαντάφυλλα του μεσημεριού
Θα με ρωτάς, ''τι κάνεις;''
Πολύ κακό για το τίποτα, τίποτα, διαβάζω Σαίξπηρ.
Ομολογώ.
Ταξιδευτής
20 Νοεμβρίου 2009
Σοκάκια αδιέξοδα της πόλης
Κρύβουν το φως απ' τη ζωή σου
Αλλά εσύ έμεινες εκεί στη πλαγιά
Με τα πρασινοκίτρινα φύλλα στα δέντρα
Ποτίζοντας με τα μάτια σου την ομορφιά του κόσμου.
Ταξιδευτής
27 Οκτωβρίου 2009
Αιώνες τώρα
Οι φωνές σώπασαν.
Άκρα του τάφου σιωπή. Μόνο ένας λυγμός.
Ο λα σκοτάδι. Ένοιωθα ήρεμος, παγωμένος.
Μόνο το γλάρο, εκείνο τον άσπρο γλάρο που αγαπήσαμε ένοιωθα μέσα μου. Άσπρος να πετάει πάνω στο γαλανό Αιγαίο.
Σαν κύματα έσκαβες την ψυχή μου. Η ανάσα σου όλο πλησίαζε. Πιο δυνατή, λαχανιασμένη. Δεν σε έβλεπα. Μόνο σε ένοιωθα.
Η ανάσα σου όλο πιο δίπλα μου, σχεδόν πάνω μου. Ράγιζε η γη. Εσύ.
Όταν άνοιξες την κάσα, ο γλάρος φτερούγισε, έκανε ένα γύρω πάνω μας,
Ένας ξύλινος άσπρος γλάρος, έκανε μια ολόκληρη στροφή στον συννεφιασμένο
ουρανό, ήρθε και κάθισε πάλι στον γερμένο πάνω μου ώμο σου.
Τα μάτια μου ήταν κλειστά, άκουγα τους ήχους.
Με φίλησες στα μάτια. Αργά, αργά άνοιγαν. Μη τα φιλάς τα μάτια μου σου
είπα, και τεντώθηκα. Το χέρι μου έσφιγγε ένα ξύλινο σημειωματάριο.
Μύρισε όλος ο τάφος το άρωμα σου. Στα χείλη μου έσταξες ροδόσταμο. Με τα
δικά σου.
Μια σταγόνα βροχής έπεσε στο μάγουλο σου. Διψούσα. Την ήπια.
Πάμε μου είπες και με πήρες στην αγκαλιά σου. Μας περιμένουν οι φίλοι μας. Είναι όλοι εδώ.
Ξαφνικά ένοιωσα να ανακτώ δύναμη. Με κράτησες στα χέρια σου. Πάτησα στα
πόδια μου. Κάναμε μια βόλτα μες το νεκροταφείο. Αναμμένα κεράκια.
Ψιχάλιζε. Το χώμα έγινε υγρό. Αφήναμε τα πατήματα μας. Ο γλάρος ήρθε
στον δικό μου ώμο. Οι ανεμώνες μεγάλωναν μέσα στο φρεσκοσκαμμένο χώμα.
Περπατήσαμε αγκαλιά προς την πλαγιά με τα πεύκα. Σου διάβασα ένα στίχο
που άφησε ένας φίλος. «Όταν μετά αιώνες οι σκαπάνες, σε αρχαίο τάφο
βρίσκοντας τα οστά μου, θα δούνε πάνω τους να φωσφορίζει τ όνομα σου,
άραγε θα ξαφνιαστούν; θα καταλάβουν πόσο σ’ αγάπησα; (Εκτωρ Κακναβάτος).
Γέμισε η πλαγιά του βουνού με τα φιλιά μας. Ξαφνικά. Η πόλη κάτω λυπημένη βροχή. Εμείς μούσκεμα.
Τώρα πρέπει να γυρίσουμε, σου είπα. Να έρχεσαι κάθε βράδυ. Να αγαπάς τους φίλους μας, Να μου λες τα νέα τους.
Φορούσες το άσπρο σου φόρεμα, το μακρύ, και το χαμόγελο σου.
Μπήκα ξανά μέσα, με φίλησες, με σκέπασες. Τρυφερά με την ανάσα σου. Ένοιωθα ευτυχισμένος. Φιληθήκαμε στο στόμα.
Θα έρχομαι αιώνια μου είπες.
Αιώνια θα σε περιμένω, Σου είπα.
Αυτή η βόλτα που κάνουμε κάθε φορά στη πλαγιά με τα πεύκα, άλλοτε με
ήλιο, άλλοτε με βροχή, πότε με το φεγγάρι, πότε στη σκοτεινιά, είναι η
σταγόνα της ευτυχίας μας.
Βέβαια είναι και εκείνο το αστέρι. Αιώνες τώρα."
πηγή:
http://www.kostistaxithevon.blogspot.gr/search/label/%CE%A0%CE%BF%CE%B9%CE%B7%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AC