έχε το νου σου στο παιδί..




Τρίτη 10 Ιουλίου 2012

μιλα μου σαν τη βροχη..

Στα δροσερά εκείνα χρόνια…

Από χρόνια οι τσοπάνοι χάραζαν σταυρούς πάνω στον τεράστιο κορμό του έλατου. Ποτέ δεν θα πέσει κεραυνός εδώ, έλεγαν. Και πράγματι ποτέ δεν λύγισε, ποτέ δεν κόπηκε στα δυό, όταν μέσα στο ελατόδασος του Ίταμου πελεκημένοι κορμοί και κλωνάρια τσακισμένα ύφαιναν την φαντασία του φόβου, σε κείνες τις ξαφνικές καταιγίδες του μεσημεριού. Νόμιζες ότι τώρα συντελείται ο κατακλυσμός, άνοιγε ο ουρανός, άστραφτε και σειόταν η γη από τα μπουμπουνητά, έτρεμαν τα πόδια σου και η καρδιά σου, ώσπου να περάσει η μπόρα. Μετά λες και το καλοκαίρι συνέχιζε την πορεία του, οι βρεγμένες φτέρες γυάλιζαν τις βρόχινες σταγόνες και οι πέρδικες άρχιζαν πάλι να ανακατεύονται μες το κοπάδι με τα πρόβατα που σκάριζε στη πλαγιά να βοσκήσει το τρυφερό γρασίδι του βουνού. Τα κριάρια ανέβαιναν στις ράχες απ΄ τις προβατίνες και με γρήγορες κινήσεις έβγαζαν τη γλώσσα έξω λες κι απολάμβαναν το απόβροχο, κοιτώντας τα λιγοστά σύννεφα στον γαλανό ουρανό. Τα πρόβατα μαρκαλίζονται το καλοκαίρι, ο τσοπάνος τα παρακολουθεί. Ήμουν μικρός και τους άκουγα να λένε αυτή μαρκαλίστηκε, εκείνη όχι, ήξεραν απ’ έξω το ιστορικό της κάθε μίας. Κάποιες είχαν και ονόματα , ανάλογα με το χρώμα, λάια, μαύρη, ανάλογα με την εξυπνάδα , τη δύναμη, το περπάτημα. Το βούρλο. Βούρλο έλεγαν και τους χαζούς του χωριού.
Ο έλατος αυτός δεν ήταν τυχαίος, ήταν μοναδικός στην Μαλόραχη. Αιωνόβιος, θεόρατος, βαθιά ριζωμένος, χορτασμένος από τις ιστορίες ζώων και ανθρώπων, γεμάτο δάκρυα ρετσίνης, ένας με τον τόπο που γεννήθηκε. Η ατέλειωτη προνομιακή πλαγιά με τα απέραντα λιβάδια, κάτω απ’ τις φτέρες αντανακλούσε όλο το καλοκαίρι των παιδικών μου χρόνων. Τα κουδούνια και τα γαυγίσματα των σκυλιών. Η στρούγκα και το άρμεγμα. Το πήξιμο του τυριού και οι τσαντήλες να κρέμονται στη σειρά. Το κακάβι με το γάλα, πάνω στην πυροστιά. Το καρπούζι να παγώνει μες την πηγή με το κρυστάλλινο νερό, δίπλα στον έλατο. Οι αλαταριές, η βρύση με την μεγάλη κοπάνα για το πότισμα. Ο γαλατάς έφευγε στα μέσα Ιούλη, μετά το άρμεγμα γινόταν μια φορά τη μέρα κοντά στις 10 το πρωί. Λιγόστευε το γάλα.
Αν ανέβαινες νωρίς το πρωί στην κορυφή, στην διαύγεια της ατμόσφαιρας έβλεπες μακριά τα περιβόλια με τα πορτοκάλια της Άρτας και το χρώμα της θάλασσας. Αχνό γαλάζιο. Έσμιγε με τον Ουρανό.
Κάθε πρωί κινούσαμε καβάλα στα γαϊδουράκια, μαζί με τον ξάδερφο, δίναμε ραντεβού στον Σταυρό, μετά στα Βαρκά, στον Πλάτανο, πριν την Μαλόραχη χωρίζαμε. Οι στάνες ήταν αλλού.
Εκείνη τη μέρα τα σκυλιά γαύγιζαν τρέχοντας κατά πάνω μας.. Παρατήσαμε τα γαιδούρια και ανεβήκαμε πάνω στην κερασιά. Ήταν κοπάδι από σκυλιά, λες και βάλθηκαν να καθαρίσουν τα βουνά απ΄ τα φαντάσματα. Κάθε τόπος εκεί πάνω μύριζε μπαρούτι. Απ’ τους Γερμανούς , απ’ τον εμφύλιο., απ’ τους ληστές.
Τα κεράσια κατακόκκινα, κόβαμε βάντες και κοκκινίζαμε κι εμείς. Τα σκυλιά μας γαύγισαν, τα γαϊδουράκια δεμένα μεταξύ τους έκαναν σβούρες.
Ήταν πολύ αργά όταν έφτασα στον έλατο. Ο Αλέκος έβαλε τις φωνές. Κιοτή, φοβάσαι τα σκυλιά και άλλα τέτοια. Τι στέλνει εσένα ο πατέρας σου, αφού είσαι χέστης.Ο ήλιος ήταν μεσούρανα, όταν άρχισε ο Αλέκος να αρμέγει. Κι εγώ να χτυπάω στρούγκα. Τα πρόβατα δεν άντεχαν, άρχισαν να πηδάνε τη φράχτη. Ο Αλέκος σηκώθηκε να τα εμποδίσει, τα άλλα που απέμειναν πήραν σβάρνα το καρδάρι με το γάλα και οι φωνές και τα νεύρα του τσοπάνη αντιλάλησαν στο βουνό. Φόρτωσα δυό τσουβάλια κοπριά για τον κήπο με τις φασολιές και τα καλαμπόκια. Ανέβηκα καβάλα στον φίλο μου γάιδαρο κι έφυγα για το χωριό. Μέσα στο δάσος με τα έλατα συνάντησα δυό μαυροφορημένες γυναίκες, νόμισα ότι ήταν φαντάσματα, αλλά δεν ήταν.
Είναι κάτι μέρες αλλιώτικες απ΄ τις άλλες. Τα νεύρα όλων γίνονται τσατάλια.
Από ασήμαντες καθημερινές αφορμές. Όπως η ζέστη.
Και τότε σε γαληνεύει ένα ταξίδι στη πρώτη νιότη, στα δροσερά εκείνα χρόνια. Εκεί που έκρυψα κάτω από μια πέτρα μια ευχή, τότε που ήθελα να μεγαλώσω.
Τώρα που θέλω να μικρύνω, θα πάω αυτό το καλοκαίρι να τη συναντήσω πάλι. Τρυφερά όσο και ο πρώτος βλαστός.

ΚΤ

Μίλα μου σαν τη βροχή απ’ το βράδυ ως το πρωί,
σαν μου μιλάς ανασαίνω.
Μίλα μου σαν τη βροχή για τον ήλιο που θα ’ρθει
σ’ έρημο τόπο χαμένο...


http://youtu.be/xFp60Q246Fc

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου