έχε το νου σου στο παιδί..




Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2012

Η απαγωγή


Η απαγωγή

Όταν σταμάτησε ξαφνικά το κίτρινο κλειστό φορτηγάκι, μιλούσα στο κινητό. Είναι η μόνη μάρτυς όσων επακολούθησαν.
Ο δρόμος είναι στην άκρη της πόλης, κοντά στο σπίτι μου και αρκετά φωτισμένος. Η διαδρομή σκοτεινιάζει που και που,
γιατί οι περισσότερες λάμπες έχουν καεί. Περπατάω συνήθως μια ώρα κάθε βράδυ. Πέντε φορές από χίλια μέτρα. Τον ξέρω απ’ έξω και ανακατωτά. Κι αυτός με ξέρει. Περπατούν κι άλλοι, όλες τις ώρες. Διπλής κατεύθυνσης με μεγάλα τσιμεντένια πεζοδρόμια. Περπατάω χρόνια.
Εκείνη τη ώρα ήμουν ο μόνος περιπατητής.
Το Volkswagen. κόλλησε δίπλα μου. Άνοιξαν οι πόρτες του σχεδόν αυτόματα, με άρπαξαν οι δυό τύποι, ούτε κατάλαβα πως βρέθηκα μες την κλούβα. Ο χοντρός, σαν τον Βενιζέλο, δεν κουνήθηκε απ’ το τιμόνι, σανίδωσε το γκάζι κι έφυγε. Δηλαδή φύγαμε όλοι μαζί.
Πρόλαβα και είδα τους απαγωγείς μου, δεν φορούσαν μάσκες. Ο ένας ήταν λεπτός, ψηλός με μια ηλίθια φάτσα, φορούσε γυαλιά, σαν τον Σαμαρά. Ο άλλος μετρίου αναστήματος, ασπρομάλλης και κατσαρομάλλης, με μουστάκι, θύμιζε μαϊμού το πρόσωπό του, κάτι σαν τον Κουβέλη. Αυτός μου έδεσε τα χέρια πίσω, με ένα σκοινί νάιλον, σαν αυτό που έχει η μάνα μου στον κήπο κι απλώνει την μπουγάδα. Ο άλλος ο ψηλός μου φόρεσε μια κουκούλα.
Μίλαγαν μια γλώσσα συνθηματική μεταξύ τους, ακαταλαβίστικη σε μένα. Είναι τα τελευταία επώδυνα μέτρα. Έλεγε ο ένας. Με επιφύλαξη, έλεγε ο άλλος. Με πέταξαν σαν σακί στη γωνία της καρότσας και κουβέντιαζαν μεταξύ τους. Μυστήρια, εμπιστευτικά, σαν Μασόνοι σε Στοά.
Κατάλαβα όταν μπήκαμε στο χωματόδρομο, από τα σκαμπανεβάσματα της κλούβας. Μύριζε σάπιο κρέας και άρωμα από λεμόνι. Υπέθεσα ότι είχαμε μπει στο λεμονοδάσος του Κερατόκαμπου. Μισή ώρα έξω απ’ τη πόλη.
Το αίμα μου είχε ανεβεί στο κεφάλι, κουλουριάστηκα. Φώναζα, δεν μ’ άκουγαν.
Το στόμα μου κόλλησε. Νερό φώναζα. Λιποθύμησα, δεν θυμάμαι. Αν λιποθύμησα, ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου. Αλλά και πρώτη φορά με απήγαγαν τόσο βίαια.
Βρέθηκα μετά από ώρα-ες σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο, μόνο σκοτάδι. Ούτε παράθυρο, ούτε έπιπλα, το πάτωμα ήταν σανιδένιο. Ήμουν ολόγυμνος.
Χωρίς σώβρακο, χωρίς κινητό.

Κυρία μην ανησυχείτε, ο άντρας σας είναι καλά, μια χαμογελαστή αντρική φωνή. Όλα θα πάνε καλά!
- Ποιός είστε; Που είναι ο άντρας μου; Θα ήταν μετά τις τέσσερις το πρωί.
Η γυναίκα μου ήδη είχε δηλώσει την ανησυχία της στην αστυνομία, εκείνοι την καθησύχασαν και της είπαν απλά, θα περιμένουμε.

Ο τύπος με το μουστάκι άνοιξε την πόρτα, μπήκε λίγο φως μέσα στο θεοσκόταδο, σαν φάντασμα τον είδα, έβαλε το μαϊμουδίσιο κεφάλι του μες το δωμάτιο και είπε:
Μην ανησυχείτε όλα θα πάνε καλά. Εγώ είμαι μαζί σας.
Έκλεισε απαλά την πόρτα και πάλι πίσσα.
Ο πληθυντικός μόνο μου έλειπε τώρα, είπα μέσα μου.

Εξαφανίστηκε χτες βράδυ ο γνωστός συμπολίτης μας Κωστής Ταξιδεύων . Όπως κάθε βράδυ συνήθιζε να περπατάει κάθε βράδυ στην οδό Ουτοπίας. Συνήθως γύριζε μετά από μια ώρα τάχιστου βαδίσματος. Βγήκε με το σορτσάκι του, τα αθλητικά παπούτσια του και το κινητό του, γύρω στις 11. Όταν γύρω στις 12 και 30 τον αναζήτησε η γυναίκα του, το κινητό του έδειχνε να μιλάει. Η οδός Oυτοπίας είναι ένας δρόμος που περπατάνε πολλοί συμπολίτες μας. Όποιος τον είδε να τηλεφωνήσει στο σταθμό μας. Κάθε πληροφορία θα είναι χρήσιμη. Εικάζεται ότι είναι θύμα απαγωγής. Η γυναίκα του και η αστυνομία δεν μας δίνουν καμιά πληροφορία για την ώρα Παρακολουθούμε την εξέλιξη και θα σας ενημερώσουμε μόλις κι εμείς μάθουμε κάτι.

Μετά τις 1 τη νύχτα το κινητό του χτυπούσε, αλλά δεν απαντούσε.

Ο Κωστής Ταξιδεύων τα έβλεπε όλα σκούρα μπλε, μες το σκοτάδι. Όπως όταν έλουζε τα μαλλιά του, με τα μάτια κλειστά. Ένας μεγάλος φωτεινός μπλε κύκλος. Τώρα ολόγυμνος έκανε βόλτες μέσα σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο. Θέλησε να κατουρήσει. Κατούρησε στο πάτωμα. Σκέφθηκε ότι απόψε έχει πανσέληνο και δεν θα μπορέσει να δει την καμάρα του, όταν κάθε πανσέληνο του άρεσε να κατουράει στην εξοχή. Ακόμα και τα ούρα χρυσίζουν στο φως της πανσέληνου.

Μια φτιασιδωμένη γριά άνοιξε την πόρτα. Ίδια η Μέρκελ. Κρατούσε ένα δίσκο. Τον άφησε στο πάτωμα και έφυγε αφήνοντας πίσω χαοτικό σκοτάδι. Είχε πάνω μόνο ένα αγγούρι. Με ξύδι. Πεινούσα. Το έφαγα.

Μετά από λίγο ανοίγει την πόρτα, ένας τύπος με ιατρική ποδιά και χοντρά γυαλιά μυωπίας, κάτι σαν τον Μάνο, κρατούσε μια σύριγγα.
Από μικρός φοβάμαι τις ενέσεις,. Κάθε φορά που πάταγα ένα καρφί, ένεση. Αντιτετανικός ορός. Την άλλη φορά που έπεσε ο τυροτενεκές στο κεφάλι μου, τον στέγνωνε η γιαγιά στα τσίγκια, εγώ δεν έφταιγα, ένεση. Την φορά που έκανα τραμπάλα πάνω σ’ ένα κλωνάρι καρυδιάς και έπεσα πάνω στο αγκαθωτό σύρμα του φράχτη αποκάτω, ένεση. Εκείνη τη φορά θυμάμαι ότι δεν ήξερα καθόλου σωματογεωγραφία κι έλεγα ότι βγήκε το έντερο έξω στο μπράτσο. Ένεση αυτοί. Ποιοι αυτοί, οι μπαμπάς δηλαδή. Ούτε 7 χρονών δεν θα ήμουνα. Μετά δεν ξαναέκανα ένεση. Και τώρα ο τρελογιατρός, ένεση λέει.
Κάθε φορά με κυνηγούσε ο πατέρας μου για αυτή την ένεση στις πλαγιές του χωριού, τώρα ένας χοντρός με ιατρική ποδιά μέσα σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο. Κι εγώ ολόγυμνος, τον πούστη. Φώναξε ακόμα έναν φουσκωτό και με εγκλώβισε όσο και αν κλώτσαγα. Μετά από σαράντα χρόνια με τρύπησε η βελόνα. Ένα υγρό σαν δηλητήριο σκορπιού ένοιωσα να κυλάει μέσα στο σώμα μου. Στο χέρι που έχουμε όλοι εμείς μια σφραγίδα πάλι από ένεση. Αλλά με ξυραφάκι, όχι με βελόνα. Έσκιζαν το δέρμα και έριχναν το φάρμακο μέσα στη χαρακιά. Πάλι με κυνηγούσε γύρω απ’το σχολείο ο θείος καθηγητής τότε. Άκουγα ένεση και το ’βαζα στα πόδια. Και τώρα έγκλειστος, Που να τρέξεις μέσα σ’ ένα μαύρο δωμάτιο 3 επί 4;
Έφυγαν, τράβηξαν την πόρτα κι έφυγαν. Αμίλητοι. Από μέσα δεν υπήρχε χερούλι. Το Θεό τους μέσα . Τι άνθρωποι είναι αυτοί;
Η πόρτα ξανάνοιξε αρκετές ώρες αργότερα, άρχισα να χάνω το χρόνο. Μια ψηλή κολόγρια, αγέλαστη, κάτι σαν την Κριστίν Λαγκάρντ, έφερε άλλο δίσκο. Τον άφησε στο πάτωμα κι έφυγε. Είχε πάνω μόνο μια ντομάτα. Πεινούσα. Την έφαγα όπως τρως ένα μήλο.
Παράξενα άρχισα να ηρεμώ και να προσαρμόζομαι. Είχα σκεφθεί χιλιάδες πράγματα. Δεν σκεφτόμουν πια τίποτα. Με πήρε ο ύπνος. Γυμνός στα σανίδια.
Θυμάμαι μόνο την τελευταία σκέψη μου, ότι έξω είχε πανσέληνο κι εγώ κατουρούσα -σχηματίζοντας καμάρα-στο γκαζόν του κήπου, δίπλα να μοσχοβολάνε οι μαντζουράνες, οι ντάλιες, ο βασιλικός, οι τριανταφυλλιές, η αχλαδιά γεμάτη αχλάδια, η συκιά, να λαμπυρίζουν τα ρόδα, η κυδωνιά με αγένωτα ακόμα τα κυδώνια, ένα ταψί φουντούκια απ’ τη φουντουκιά. Το φεγγάρι μπλε τα φώτιζε όλα, όλα έμοιαζαν σαν θάλασσα με γαληνεμένο κύμα κι εγώ να κατουράω σαν τον πιτσιρικά της πλατείας που χρόνια ολόκληρα ολόγυμνος πετάει νερό απ’ το στόμα και κατουράει διαρκώς. Νερό φώναξα. Μέσα σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο, ερμητικά κλειστό.

Η εξαφάνιση μου πήρε διαστάσεις απαγωγής. Μετά τη μαρτυρία της γυναίκας μου, ότι δέχεται κάθε επτά ώρες τηλέφωνο από ανώνυμη κλήση.
Καλησπέρα σας, Μην ανησυχείτε ο άντρας σας είναι καλά. Η ίδια εκνευριστική φωνή.
-Τι θέλετε, που είναι, ποιοι είστε;
-Τίποτα κυρία μου, ο άντρας σας σύντομα θα είναι κοντά σας.
-Πόσο σύντομα, τι εννοείτε;

Ο Κωστής Ταξιδεύων σπούδασε Ωκεανολόγος στην Αγγλία παρασυρμένος από τις καταβυθίσεις του Κουστώ. Αναγκάστηκε όμως να επιστρέψει στην Ελλάδα και επειδή εδώ δεν έχουμε ωκεανούς- έχουμε μόνο πελάγη, βρήκε δουλειά στην Ελλη
νική Ορνοθογική Εταιρεία. Τα τελευταία χρόνια μελετούσε δύο ζευγάρια από Γύπες, κοντά στα Μετέωρα και στον Κόζιακα. Έπαιρνε καλά λεφτά από ένα πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και στους τέσσερις Γύπες έβαλε πομπούς και παρατηρούσε κάθε κίνησή τους. Το χειμώνα οι Γύπες ταξίδευαν στην Αφρική. Ταξίδευε συχνά κι αυτός εκεί, αν και μέσω δορυφόρου ήξερε ανά πάσα στιγμή που είναι και τι κάνουν. Τον τελευταίο καιρό ήταν στενοχωρημένος από τον θάνατο του ενός αρσενικού. Οι κυνηγοί, αυτοί οι μαλάκες ρίχνουν φόλες να σκοτώνουν τα αδέσποτα κυνηγόσκυλα να μην τρώνε αυτά τους λαγούς και τη φόλα την έφαγε ο Γύπας. Παρ’ όλο που διέκρινε την κίνηση αυτή από την οθόνη του υπολογιστή του, δεν πρόλαβε λόγω απόστασης εκείνη τη μέρα το μοιραίο. Έλειπε στην Αθήνα.

Δυό Ιατροφορεμένοι άνοιξαν την πόρτα του σκοτεινού δωματίου. Τα μάτια μου τυφλώθηκαν από το ξαφνικό άπλετο φως. Θα ήταν πρωί προς μεσημέρι. Τόση λάμψη.
Ήμουν παράξενα ήρεμος και νηφάλιος.
Με έβαλαν πάνω σ’ ένα νοσοκομειακό καροτσάκι, με σκέπασαν μ’ ένα πορτοκαλί σεντόνι και με οδήγησαν μέσα από ένα μακρύ διάδρομο, γεμάτο ασημί πόρτες ως το βάθος. Έστριψαν δεξιά, άλλος φαρδύς διάδρομος με πρασινοκίτρινες πόρτες, η κάθε μία τον αριθμό της. Απέναντι δυό πόρτες άνοιξαν διάπλατα και βρέθηκα στο διάστημα των μηχανημάτων. Κάτι σαν πυρηνικό εργαστήριο. Καρδιογραφήματα παντού. Οι δυό συνοδοί με σήκωσαν και με τοποθέτησαν πάνω στο κρεβάτι του Προκρούστη.
-Θα σε φέρουμε στα μέτρα μας. Είπαν μόνο.
-Δηλαδή; Το μόνο που είπα.
-Θα σε κάνουμε έναν φυσιολογικό άνθρωπο. Ευτυχισμένο.
Μου έδωσαν να πιω ένα ποτήρι νερό. Μύριζε ιώδιο.
Από εκεί και μετά δεν θυμάμαι τίποτα.

Είχαν περάσει εννέα μέρες, η ανώνυμη φωνή συνέχιζε να τηλεφωνεί κάθε επτά ώρες και να λέει το μονότονο: Κυρία μην ανησυχείτε, ο άντρας σας είναι καλά, σύντομα θα είναι κοντά σας. Τίποτα άλλο. Η φωνή ήταν αλλοιωμένη και κανένα μηχάνημα δεν μπορούσε να εντοπίσει την περιοχή. Το θέμα της απαγωγής μου είχε πάρει διαστάσεις. Γινόταν καθημερινή αναφορά πια και από τα κεντρικά δελτία των Αθηνών. Ήταν ολοφάνερο πια ότι είχα απαχθεί. Η γυναίκα μου αν και τη συμβούλευσαν να κρατήσει τη σιωπή της, μίλησε.
Υπήρχε μία και μοναδική μάρτυς. Εκείνη που μιλούσα μαζί της την ώρα της απαγωγής. Είχα προλάβει να κρύψω το κινητό στην εσωτερική τσέπη αστραπιαία.
Άκουσε τις αντιδράσεις μου, τις δικές τους κουβέντες. ''Τα τελευταία επώδυνα μέτρα''και όσα δεν άκουσα εγώ, το κεφάλι μου είχε γεμίσει αίμα εκείνη την ώρα. Ως τις 1 που φθάσαμε στο καταφύγιο των απαγωγέων και μου τα πήραν όλα. Και τα σώβρακα.

Το φεγγάρι ξεχάσθηκε μισό, λευκό, στον αχνό μπλε καθαρό ουρανό του Σεπτέμβρη. Ο ήλιος απ’ την ανατολή και κείνη τη μέρα, αιώνες η ίδια διαδρομή, έλουζε τους δρουσουλίτες της νύχτας.

Στην πρωινή εκπομπή ''η άλλη κόψη'', του Λευτέρη Μύτουλα, η συζήτηση άναψε. Το θέμα ήταν η απαγωγή και η επινόηση της πραγματικότητας.


Στη τηλεφωνική γραμμή έχουμε την κυρία Εβανς Μπλουμ Ελληνοαμερικανίδα , παλιά φωτογράφο του National Geograpfic. Είναι η κυρία που το βράδυ απαγωγής μιλούσε με τον Ταξιδεύοντα στο κινητό. Την ακούμε:
''Καλημέρα , good morning! Εκείνο το βράδυ της πανσέληνου, από ένα λάθος τηλεφώνημα βρέθηκα να μιλάω με τον Κωστή Ταξιδεύοντα. Τα τελευταία χρόνια η όρασή μου είναι μειωμένη, αν είδαν τα μάτια μου ομορφιά κι ασχήμια, ένα νούμερο πήρα λάθος, το τελευταίο, αντί για 6, 9. Απάντησε μια ευγενική φωνή με τη λέξη, Αγάπη μου.
Περίμενα να ακούσω τη φωνή του σοφέρ μου. Θα πήγαινα στο Αστεροσκοπείο Αθηνών, τελευταία παρακολουθώ τη νύχτα ένα αστέρι.. Τον Ξενοφώντα μου.
-Who is;
-Ο Κωστής Ταξιδεύων
-Συγνώμη, λάθος πήρα;
-Σωστά πήρατε
-Τι κάνεις;
-Περπατώ στα σύννεφα.
-Με τέτοιο Ουρανό απόψε; Που πατάς;
-Κρατιέμαι από ένα αστέρι;
Κάπως έτσι ξεκίνησε η συνομιλία μας. Μεταξύ σοβαρού κι αστείου. Μιλούσαμε πάνω από μισή ώρα και κατάλαβα αρκετά για αυτόν τον άνθρωπο.
Όταν ξαφνικά άκουσα εκείνο το διαπεραστικό μπιμπ στο τηλέφωνο, σαν να με κατάπιε και μένα μαζί του μία χοάνη ωκεάνιου κύματος. Άκουγα απ’ την ανοιχτή γραμμή πράγματα που δεν μπορώ να σας τα μεταφέρω εδώ, θα τα δείτε όμως δημοσιευμένα στο τεύχος του National Geografic του Δεκεμβρίου. Έχω ενημερώσει τη γυναίκα του. Σας λέω μόνο ότι ο Κωστής Ταξιδεύων θα είναι ελεύθερος ξανά σε 21 μέρες από την απαγωγή του. Δεν θα είναι όμως ο ίδιος άνθρωπος. Εξωτερικά ολόιδιος, εσωτερικά εννοώ. Στην πολύχρονη περιπλάνηση μου ανά τον κόσμο δεν είναι η πρώτη φορά που συναντώ ανάλογη περίπτωση. Παρατηρώ τι λένε στις ειδήσεις και πως τηρούνται οι κόκκινες γραμμές. Αυτά συμβαίνουν σε χώρες σαν τη δική μας, λέω δική μας γιατί νοιώθω μισή Ελληνίδα, όταν βρίσκονται σε στάδιο πειραματόζωου''.
Ο Μύτουλας δημοσιογράφος προσπαθούσε να διακόψει συνεχώς με ερωτήσεις. Η κυρία Μπλουμ του είπε ότι είναι κι αυτή κατά κάποιο τρόπο δημοσιογράφος, ερευνήτρια και φωτογράφος και πρέπει να σεβασθεί το επόμενο θέμα της, μια έρευνα ζωής.
Η κυρία Μπλουμ χαιρέτησε ευγενικά και έκλεισε το τηλέφωνο.
Ουσιαστικά φούντωσε τα αναπάντητα ερωτήματα και δεν είπε τίποτα.

Περιπλανιόμουν νιρβάνα μέσα σ’ ένα κτίριο που θύμιζε εντατική νοσοκομείου. Δεν είχα πια εκείνο το βάρος στο στήθος μου. Δεν με ένοιαζαν τα προβλήματα, ούτε τα δικά μου, ούτε του κόσμου. Συνομιλούσα με έναν τύπο σε αναπηρικό καροτσάκι, κάτι σαν τον Σόιμπλε λες και δεν συνέβαινε τίποτα, λες και έξω οι άνθρωποι δεν αργοπέθαιναν κάτω από τη δικτατορία των τρο ι κανών. Δεν μ’ ένοιαζε πια τίποτα.

Μια ξανθιά με πράσινα μάτια και πλούσιες καμπύλες στο τηλεφωνικό κέντρο, σαν κατσαρίδα την έβλεπα.


Την τελευταία μέρα μου είπαν ότι πλήρωσαν όλα τα χρέη μου στην τράπεζα, ότι πια είμαστε φίλοι, ότι δεν πρέπει να αφήνουμε τα ζιζάνια ανάμεσα στα λουλούδια, ότι όσο οι άνθρωποι είναι έφηβοι δικαιολογείται να αμφισβητούν, μετά δεν δικαιολογείται, και άλλα τέτοια ..


Το πρωί της 21ης Σεπτεμβρίου ήταν το τελευταίο τηλεφώνημα στη γυναίκα μου. Η σπαστική φωνή είπε:

Ο άντρας σας είναι ελεύθερος. Θα πάτε να τον παραλάβετε στην παραλία του Αρμενιστή. Στο μόλο Χανιώτη.

Στις 21 Δεκέμβρη διάβασα την έρευνα της κυρίας Μπλούμ στο National Geografic.


Ήξερα πια, ότι στο αίμα μου είχα τον ηλεκτρονικό ιό με την ονομασία ''Καμένος''. Όπως οι περισσότεροι.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου