έχε το νου σου στο παιδί..




Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

Ένα συνηθισμένο απόγευμα


Ένα συνηθισμένο απόγευμα

Άρχισε να νυχτώνει όταν ξύπνησα.
Με πήρε ο ύπνος μέσα στις αβάσταχτες σκέψεις του μεσημεριού.
Η αυτοκτονία ενός σαραντάρη γείτονα. Για χρέη. Ο πιο ηλίθιος θάνατος. Σε μια χρεοκοπημένη χώρα. Μιλάμε για σκοινί, στο σπίτι του κρεμασμένου.
Ο Ηλίας ήταν νοικοκύρης όμως. Όλα τα είχε τακτοποιημένα στη ζωή του. Κληρονόμησε απ’ τον πατέρα του το σπίτι που έμεινε, την πίστη στην πατρίδα και την οικογένεια, καλός Χριστιανός και καλός Νεοδημοκράτης. Σπούδασε λογιστικά και ήταν Ολυμπιακός. Η μόνη του τρέλα ήταν τα αυτοκίνητα και το ποδόσφαιρο. Τελευταία είχε μια κόκκινη άλφα ρομέο και την έλεγε μπέμπα.
Ο Ηλίας κεφάτος πάντα. Δούλευε στην Άλφα Επενδυτική. Αφήνει  την γυναίκα του και δυό ανήλικα παιδιά , έγραφε η τοπική εφημερίδα.
Χθες πήγα στην κηδεία του. Θρήνος. H πουτάνα η τράπεζα. Αυτή τον σκότωσε, έβριζε ο αδελφός του. Ο Ηλίας είχε πάρει δάνειο, για το εξοχικό του. Τα τελευταία δυό χρόνια ήρθαν τα πάνω κάτω. Η Καίτη, η γυναίκα του έμεινε άνεργη, όταν χρεοκόπησε η τεχνική ΑΕ που δούλευε. Οι Επενδύσεις δεν πήγαιναν καλά- της Επενδυτικής Άλφα και τα λογιστικά έμοιαζαν βάρκα στο γιαλό.
Ο Ηλίας δεν άντεχε να χρωστάει και να μην μπορεί να πληρώσει. Περίμενε τις εκλογές να ψηφίσει τον Σαμαρά. Πίστευε ότι έλεγε κατά λέξη, τον Σαμαρά. Δεν άντεξε όμως, ούτε να περιμένει. Αυτοκτόνησε.
Πάει και ο Ηλίας.
Με πήρε ο ύπνος με ένα θλιμμένο αχ. Κι ένα γιατί.
Τι παράδοξο. Ξύπνησα μετά από μια ώρα βαθύ ύπνο, ανάλαφρος. Λες και δεν είχα κανένα βάρος στην πλάτη μου.
Έκανα καφέ και βγήκα στη βεράντα. Για τσιγάρο.
Όλα έμοιαζαν ήρεμα. Η μέρα άρχισε να παίρνει το χρώμα της χαρμολύπης. Οι οδηγοί είχαν ανάψει τα μικρά φώτα. Δυό μικρά σκυλάκια έπαιζαν παιχνιδιάρικα στο διπλανό οικόπεδο. Μια μηχανή μεγάλου κυβισμού γκάζωνε μπροστά μου. Χάθηκε στο βάθος του δρόμου.
Μπήκα ξανά στο σπίτι. Θα φτιάξω κορμό, είπα στη γυναίκα μου. Θέλω να κάνω κάτι που δεν ξαναέκανα. Πήρα το μίξερ του φραπέ να χτυπήσω τα υλικά. Το μίξερ σκάλωσε, μετά από δυό στροφές. Άστο μου είπε, δεν γίνονται έτσι τα γλυκά.
Πήρε το μεγάλο μίξερ. Ο κορμός είναι στο ψυγείο.
Είμαι ξανά στη βεράντα. Σκέφτομαι ξανά. Τον κορμό της δικιάς μου ζωής.
Ένα δάσος από οξιές. Σκοτεινιά μέσα του. Και πάνω ο ήλιος να λάμπει. Αχτίδες. Ηλιαχτίδες να το τρυπάνε. Την λένε ηλιαχτίδα, διαβάζω στον κορμό ενός δέντρου. Χαράγματα, χαράματα.
Το δεύτερο πρόγραμμα έπαιζε ένα αγαπημένο μου τραγούδι. Το άκουγα απ’ το ανοιχτό παράθυρο.

Σκέψου η ζωή να τραβάει το δρόμο της
και συ να λείπεις.
Να 'ρχονται οι άνοιξες με πολλά διάπλατα παράθυρα
και συ να λείπεις.
Να 'ρχονται τα κορίτσια στο παγκάκι του κήπου
με χρωματιστά φορέματα
και συ να λείπεις.

Ένα ανθισμένο δέντρο να σκύβει στο νερό,
πολλές σημαίες να ανεμίζουν στα μπαλκόνια
να λένε δυνατά τη λέξη "σύντροφος"
και συ να λείπεις.
Σκέψου δυο χέρια να σφίγγονται
και σένα να σου λείπουν τα χέρια.
Δυο κορμιά να παίρνουνται και συ να κοιμάσαι
κάτω από το χώμα.

Και τα κουμπιά του σακακιού σου
να αντέχουν πιότερο από σένα κάτω απ' το χώμα
κι η σφαίρα η σφηνωμένη στην καρδιά σου να μη λιώνει,
όταν η καρδιά σου που τόσο αγάπησε τον κόσμο θα 'χει λιώσει.

Σκέφθηκα τον Ηλία πάλι. Κρίμα είπα . Θα ήθελα να του το χαρίσω.
Αλλά ποτέ δεν θέλησε.
Ήρθα στον υπολογιστή. Άρχισα να πατάω στην τύχη τα πλήκτρα….

Η πρώτη λέξη ήταν Σ αγαπώ.
K.T.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου