έχε το νου σου στο παιδί..




Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012

Θαρρώ πως ήταν χθες ....


 Θυμαται ακομα εκεινα τ αυλακια που εφτιαχνε με τα ποδια της.
 Περπατουσε στην υγρη αμμο.
 Μιλουσε   στον Ο υρανο της..
 Δεν ειχε μακρια μαλλια.
 Ουτε και κοκκαλακια.
 Μονο μια καρδια ΓΕΜΑΤΗ ξεγνοιασια
 σαν του μικρου εκεινου κοριτσιου με τα κοτσιδια,
 να γελαει, να φωναζει ,
 "....κοιτα, Σε πηρα φωτογραφιααααααααααα!!!!!!!!"
.........
Θαρρω πως ηταν χθες ....
κι ομως δυο χρονια περασαν .
Κ εμεινε το αλφα της λατρεμενης της ταινιας,
ΜΠΛΕ..
Α γ ά π η.

μαχαιριές στην καρδιά...

Μην τους κοιτάς, παίζουν αυτοί τα παιχνίδια τους
Και μεις τα δικά μας
Άκου, μόνο με την κιθάρα μας
Άκου μόνο τη φωνή σου
Άκου πόσο βελούδο ψυχής περισσεύει....

Σου παραδίνομαι
Όπως τα ξύλα στη φωτιά
Όπως ένα παιδί στην αγκαλιά της μάνας
To δικό Σου χαμόγελο
Τη νύχτα ολόκληρη φωτίζει
Υπάρχει τότε ελπίδα
Της φύσης η δύναμη

.

Μη φοβηθείς πως φτάσαμε στ' ανείπωτα
Μη φοβηθείς
Τίποτα δεν τελείωσε
Τίποτα
Τώρα αρχίζουν Ο λα
Ό λα Pax
Ο χειμώνας θα περάσει
Θα κάνουμε πάλι μακρινές βόλτες
Ήταν ο χειμώνας βαρύς
Η Άνοιξη θα είναι δικιά μας..



'' δεν μπορώ να σε κοιτάζω
και στα λόγια να μη βάζω Σ'αγαπώ''




Σου είχα πει
Κάποτε θα σκοτωθώ
Η θα με σκοτώσουν
Πρόλαβαν και με σημάδεψαν
Όπως τα ελάφια

Την ώρα που πίνουν νερό

και ό,τι μέσα σου βαθιά αγάπησες..



Μες στο κλειστό δωμάτιο, μπορείς να βρεις
ό,τι δεν τόλμησες ποτέ να ονειρευτείς,
και ό,τι μέσα σου βαθιά αγάπησες
κι όμως ποτέ δεν είδες να βγαίνει αληθινό.

Όλα είν εκεί, εκεί υπάρχουν όλα
μες το κλειστό δωμάτιο όλα ή τίποτα.
Αγάλματα Θεών λησμονημένων
και της Ελένης το πουκάμισο.

Όλα είνεκεί κι άλλα πολλά, που κάποτε φαντάστηκες
Ο φόβος του Χριστού στον κήπο της Γεσθημανή
τα βήματα της θλίψης του, της αίγλης του το φως
το αίμα των θυσιασμένων και οι χαμένοι στόχοι τους
το ψύχος το δριμύ των χωρισμών, των χωρισμών.

Το διαμαντένιο αηδόνι του βασιλιά της Κίνας
σινιάλα από φάρους που σβηστήκαν
και μαγικά τοτέμ απ άγνωστες φυλές
Κι εφηβικά κορμιά και καλοκαίρια γαλανά
θάνατοι και φωτιές κι αόρατη ομορφιά
κι αόρατη ομορφιά.

Μες στο κλειστό δωμάτιο υπάρχουν όλα
αν έχεις μάτια να τα δεις, αν έχεις χέρια να τα αγγίξεις
Μπορείς να βρεις κλειδί να ξεκλειδώσεις τη σιωπή τους
Αρκεί να πας, αρκεί να πας ολάνοιχτος
γυρεύοντας τα.
Ποίηση: Λένα Παππά
Μουσική και ερμηνεία: Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας




Μαγκιά είναι..
✻ Nα ακολουθείς το δρόμο που εσύ χάραξες..
✻ Nα ορίζεις εσύ τις αποφάσεις σου..
✻ Nα είσαι έτοιμος να πληρώσεις αν χρειαστεί..
✻ Nα μην παίζεις με τις ψυχές των άλλων..
✻ Nα λες και να εννοείς..
✻ Nα μπορείς να κλαίς αληθινά..
✻ Να λες «συγνώμη» και να χτίζεις γέφυρες..
✻ Nα μπορείς να λες «σ΄αγαπάω» και να το πιστεύεις..

✻ Nα λες «δεν γουστάρω» αν έτσι είναι..
✻ Nα μπορείς να λες «αντίο» κοιτώντας τον άλλον στα μάτια..
✻ Nα μην χρησιμοποιείς ανθρώπους..
✻ Nα κρατάς την ψυχή σου καθαρή και να μην την ξεπουλάς..


« Είναι στα σίγουρα σιμά το τέλος.
Τούτα που γίνουνται στις μέρες μας δεν τα χωράει ο νους τ' ανθρώπου.
Η γης δεν είναι πια παρά σαπούνι και το σαπούνι σού γλυστρά απ' τα χέρια.

Καθένας μέσα στον ντουνιά κάπου έχει να κουρνιάξει.
Ο λύκος δεν κουρνιάζει πουθενά.
Οντες γλυστράει η γης μες απ’ τα χέρια σου, γίνεσαι ΛΥΚΟΣ … »

Ναζιμ Χικμετ





Ζούμε τις μικρές μας ιστορίες
στο κέντρο και τις συνοικίες
όνειρα μεθυσμένα
σχέδια ματαιωμένα
τηλέφωνα απεγνωσμένα..

Σκέφτομαι πάλι
ίσως δεν ήσουνα εσύ
ό,τι ονειρεύτηκα
όμως θυμάμαι μια νύχτα
είδα τα μάτια της λύπης
να μου χαμογελάνε..

Ίσως δεν ήμουνα κι εγώ
ό,τι ονειρεύτηκες
έτσι κι αλλιώς όλα είναι
προσωπικές οπτασίες
Το νιώθω πως σε χάνω
γλυκιά μου αγάπη..καληνύχτα





Κόκκινο φεγγάρι, θάλασσες τεκίλα
φύλλα πεταμένα στη φωτιά
κόκκινο φεγγάρι, κόκκινο λιμάνι
κάτι μου 'χεις κάνει

Είδα πολλούς που ζήσανε για πλάκα
είδα και άλλους που το πήραν σοβαρά
και τραβηχτήκανε και άσχημα τραβιούνται
και το πληρώσανε στο τέλος ακριβά

Με τα μαύρα ρούχα, αμίλητοι καπνίζουν, οι φίλοι
κι ονειρεύονται να φύγουν μακριά
οι φίλοι που δε βρήκανε τίποτα ν' αγαπήσουν
που δεν πιστεύουν τίποτα, κανέναν, πουθενά

Υπάρχουν χίλιοι τρόποι για να τρελαθείς
υπάρχουν και άλλοι τόσοι για να λες υπομονή
όμως για μένα είναι αργά να τρελαθώ
και είναι ακόμα πιο αργά να κάνω υπομονή

Θα μείνω εδώ και θα υπάρχω όπως μπορώ
και για το πείσμα σας γουρούνια θα αντέχω
θα περιμένω άλλες μέρες

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

της θαλασσας τα μαγια - Μανωλης Μητσιας



Στίχοι: Άλκης Αλκαίος
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Πρώτη εκτέλεση: Μανώλης Μητσιάς & Μαρία Σπυροπούλου ( Ντουέτο )


Ώρες ατέλειωτες τη θάλασσα κοιτάζεις
και τ' άγρια κύματα να σκάνε στην ακτή.
Σαν του χειμώνα τα πουλιά χρώματα αλλάζεις
κι εγώ στους κύκλους των ματιών σου έχω κλειστεί.

Άλλος γυρεύει άγκυρα κι άλλος πανί,
ότι προσμέναμε δεν λέει να φανεί.
Η νύχτα μάγισσα-γριά χαμογελάει,
νησιά-κοράλλια μας πουλάει.

Ποιος άλλαξε του χρόνου τη ροή,
ποιος έλυσε της θάλασσας τα μάγια;
Μη μου αρνηθείς αυτή την εκδρομή,
κι ας είναι να γυρίσουμε ναυάγια.

Άλλος γυρεύει βάλσαμο κι άλλος πληγή,
ειν' οι αλήθειες όσοι οι άνθρωποι στη γη.
Η νύχτα μάγισσα-γριά χαμογελάει,
νησιά-κοράλλια μας πουλάει.

Τούτο το τρένο είμαστε ΕΜΕΙΣ!. - Β.Παπακωνσταντίνου wmv



"Σαν σήμερα πολλά μικρά αγγελούδια άνοιξαν τα ματάκια τους και χαμογέλασαν στον κόσμο που ήταν έτοιμος να ανοιχτεί μπροστά τους.
Το καθένα από αυτά βουτηγμένο στην αθωότητα του.
Ένα από αυτά τα αγγελούδια, το πιο ξεχωριστό (για μένα τουλάχιστον), ήταν η Ρενα , άνοιξε τα ματάκια του και χαμογέλασε στην ζωή που ξεκινούσε το ταξίδι της.
Στην ζεστασιά αυτού του χαμόγελου πλαισιώθηκε μια ολόκληρη προσωπικότητα…
Η Ρενα λοιπόν.
Ποια είναι στα αλήθεια η Ρενα....δεν την γνωριζω θα γραψω ομως οτι εγω εχω καταλαβει κι οπου κανω λαθος.....διορθωστε με..
Ένας άγγελος έκπτωτος, με φτερά άφαντα μα με μια καρδιά παραδεισένια, ικανή να φιλοξενήσει στα σοκάκια τους όλο τον κόσμο. Είναι όμορφη, έξυπνη, ευγενική και σε κάνει να αναρωτιέσαι με τι κριτήρια άραγε ο Θεός σε κάποιους ανθρώπους τα χαρίζει όλα; Όμως αυτό που πραγματικά την κάνει να ξεχωρίζει είναι το πόσο αισιόδοξος και θετικός άνθρωπος είναι. Είναι σαν να έχει μια τσάντα στην ποδιά της και να μοιράζει όνειρα και ελπίδες σε όσους ξέρει και αγαπά. Είναι μαγικός ο τρόπος που ζει την ζωή, σαν να είναι σε ένα πάρτυ και να διασκεδάζει. Την θαυμάζω πραγματικά, γιατί είναι από τους λίγους ανθρώπους που έχουν το κουράγιο να ζήσουν την ζωή και να χαμογελάσουν στις δυσκολίες.
Ίσως γι αυτό είναι τόσο αγαπητή, γιατί θέλει να ευχαριστεί τον καθένα που βρίσκεται και αναπνέει δίπλα της, πολλές φορές και άτομα που ούτε καν γνωρίζει. Γιατί έτσι είναι εκείνη, θέλει να βλέπει τους ανθρώπους να χαμογελούν.
Όποιος την ξέρει, θεωρείται τυχερός. Γιατί γνώρισε έναν άνθρωπο με το πρώτο γράμμα κεφαλαίο. Θέλω λοιπόν να ξέρει πως είναι τιμή μου που είναι [φιλη] μου .
Μικρέ μου άγγελε λοιπόν σου εύχομαι αυτή η χρονιά που ανοίγεται μπροστά σου να είναι γεμάτη όμορφες εκπλήξεις και τύχη Να έχεις γύρω σου μόνο άτομα που σε αγαπούν και ευτυχία.
Μακάρι αυτό το φωτεινό χαμόγελο που στολίζει το προσωπάκι σου να μην σβήσει ποτέ και να συνεχίσεις να είσαι τόσο υπέροχη όσο είσαι, γιατί δεν πάει πιο πάνω.
Η ζωή είναι ένα παραμύθι.
Στο δικό μου παραμύθι εσύ πάντα θα είσαι ο φύλακας άγγελος.
Να σε χαίρομαστε λοιπόν και να ‘σαι πάντα ευτυχισμένη!! Και εύχομαι την ώρα που θα σβήνεις τα κεράκια σου, όλες οι ευχές που θα κάνεις εσύ για εσένα αλλά και εμείς, να διασκορπιστούν στους πέντε ανέμους και να ακουστούν στα πέρατα της πλάσης ώστε η ευτυχία να ‘ναι το φυλαχτό σου."
Πηνελοπη....


Ξερεις κατι Πηνελοπη ?
Φαινεται πως εκεινο το μικρο αγγελακι παρεμεινε μικρο.
Μικρο και φοβισμενο απο την σκληροτητα του κοσμου αυτου.
Δεν αντεξε να μεγαλωσει.
Ειδες βαζω τελειες.
Παντα με τρομαζαν οι τελειες σου ειπα.
Τα αποσιωπητικα λατρευα.
.....................
Θελω να κλεισω τα ματια για λιγο και να μη σκεφτομαι τ αδικα.
Δεν λεω ΑΝΤΙΟ
Δεν προδιδω τους ανθρωπους που αγαπω.
Θελω να ξαναρθω οταν και παλι θα χαμογελω .
Οχι δεν με πειραξε κανεις.
Στ ορκιζομαι , κανεις!
Αραγε με πιστευεις?
...........................................
Κρατησα το δωρο σου....για να ξαναρθω καποτε....
μ ακους?
Αληθεια στο λεω θα μου λειψετε...

Καληνυχτα...







Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

Το μεθύσι των «λάικς» του Σωτήρη Παστάκα

Το μεθύσι των «λάικς» του Σωτήρη Παστάκα
On 26 November, 2012 by BIBLIOTHEQUE
"Τα λάικς στο φμπου υπάγονται στον απλό οικονομικό κανόνα της ανταποδοτικότητας. Ο γνήσιος λαϊκατζής, μόλις συνδέεται πατάει λάικ και στους 1.500 φίλους που έχει

στην πρώτη σελίδα του, χωρίς φυσικά να δει καν περί τίνος πρόκειται. Ελευθέρως κι αδιακρίτως. Αφού βάλει λοιπόν λάικ σε όλους τους φίλους του, μα πεντακόσιοι είναι αυτοί , μα πέντε χιλιάδες, την υπόλοιπη μέρα κάθεται και μετράει τα λάικ στις δικές του αναρτήσεις. Καλημερούδια, φιλούδια κλπ πέφτουν βροχή ακόμη και σε αναρτήσεις τύπου «Ξύπνησα» ή «θα βγάλω το σκύλο μου βόλτα». Αν πρόκειται για «ποιήματα», εκεί πέρα από τα λάικ πέφτουν σύννεφο και τα σχόλια. Αναμεταξύ τους οι ποιητάστροι ανταλλάσσουν φιλοφρονήματα τύπου «υπέροχο», «καταπληκτικό», «αριστούργημα», «πετάς», «πολύ όμορφο», «πολύ καλό αγαπημένη φίλη», «καλημέρα ποιητά μου»… Να συνεχίσω;

Με συγκίνησε τελευταία η ανάρτηση του Γιώργη Π. Δρυμωνιάτη στο φατσιοβιβλίο περί αποχωρήσεώς του. Δεν μπορώ να γνωρίζω αν πρόκειται απλώς για ακκιστικό τερτίπι ή για μόνιμη απόφαση (δεν έχει σημασία), αλλά εν τη αθωότητί του ο κ. Δρυμωνιάτης αναφέρει και τα εξής: « Ο έπαινος και η με καλή πρόθεση κολακεία και η εύκολη απόδοση τιμών, με παρέσυραν λιγάκι και παραμέλησα πολύ άλλους σπουδαίους τομείς της ζωής μου, τυφλωμένος αρκετά από την εικόνα μου στον καθρέφτη του ΦΒ, που δεν θα πω πως είναι παραμορφωτικός, αλλά ωραιοποιεί πολύ τις μουτσούνες μας κι μ’ έκανε, άλλοτε συνειδητά κι άλλοτε ασυνείδητα , να επιδιώκω μια δυσανάλογη προβολή του εαυτού μου και των γραφτών μου, κάτι που δεν το είχα ξανακάνει στα 58 χρόνια της ζωής μου και στα 43 χρόνια που γράφω. Σε βάρος, όπως είπα , της εργασίας , της οικογένειας, των κοινωνικών μου δραστηριοτήτων, του διαβάσματος βιβλίων και άλλων πολλών. Εν μέσω 1300 φίλων , απομονώθηκα ουσιαστικά κι επικεντρώθηκα στο κυνήγι του λάικ και του μπράβο, για τα οποία από καρδιάς και με πολύ σεβασμό ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ όλες κι όλους όσους με ζεστασιά μου τα έδωσαν, αλλά είναι βέβαιο πως δεν μου έκαναν καλό.»

Δεν κάνουν καλό τα πολλά και άκριτα λάικς. Είναι εθιστεικά , χειρότερα από την πρέζα. Εμείς που γράφουμε από την προ-διαδικτυακή εποχή, έχουμε φάει τις σφαλιάρες μας, στην εποχή μας, κι είμαστε ευγνώμονες για τους δασκάλους που μας χαράκωσαν τις παλάμες. Στο ΦΒ δυστυχώς εκλείπει η μαθητεία. Κανένας δεν κάθεται να τις «φάει». Τις ελάχιστες φορές που μπήκα στον κόπο, από καλή διάθεση, να αρθρώσω έναν κριτικό λόγο, έλαβα αναφορές ως ανεπιθύμητος με αποτέλεσμα να μου μπλοκάρουν το λογαριασμό για κάποιες μέρες.

Η ποίηση μπορεί να είναι η τρίτη λέξη που χτυπάει ο κάθε αδαής μόλις επιτύχει την πολυπόθητη σύνδεση στο νετ (μετά τις λέξεις σεξ και μαμά), αλλά παρόλες τις ευκολίες που προσφέρει παραμένει μία εκ των καλών Τεχνών. Ίσως γι αυτό δεν νοιάζεται για την κακοποίηση που υφίσταται. «Δεν με στεναχωρούν τα κακά ποιήματα», έλεγε ο Ουμπέρτο Σάμπα «γιατί θα τα σβήσει ο χρόνος».





Ούτε εμένα με στεναχωρούν τα κακά ποιήματα που λαμβάνουν 350 λάικ στο ΦΒ. Ο κακός ποιητής που δεν δέχεται καλόβουλες συμβουλές, επίσης έπαψε να με στεναχωρεί. Είχα την τύχη να ακούω τους δασκάλους μου στην Τέχνη και δεν μετάνιωσα ποτέ γι αυτό. Σαν τον υδραυλικό κι εγώ είχα την υπομονή να σπάσω τα δάκτυλά μου πολλά χρόνια, πριν ανοίξω δικό μου μαγαζί. Με την ψηφοθηρία των λάικς, αγαπητοί «ομότεχνοι» πολύ φοβάμαι πως δεν πρόκειται να ανοίξετε ποτέ σας δικό σας μαγαζί. Μάλλον θα κατεβάσετε κι εσείς ρολά, όπως ο Φίλος κι ο Δρυμωνιάτης οσονούπω.

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

Ωδή στους νικημένους- Χαΐνηδεςwmv


H αλλη εκδοχη

Δεν μένουν πολλά
για νέα ποιήματα,
ίσως να έχουν όλα ειπωθεί
από χιλιάδες ποιητές
εδώ και χιλιάδες χρόνια.
Μένει μονάχα ο θάνατος
Για τον καθένα μας
ανείπωτος.

Μένουν πολλά
για νέα ποιήματα
κι ας έχουν όλα ειπωθεί
από χιλιάδες ποιητές
εδώ και χιλιάδες χρόνια.
Μένει η υπόλοιπη ζωή
για τον καθένα μας
απρόβλεπτη κι ανείπωτη.

Τίτος Πατρίκιος, Η ηδονή των παρατάσεων


Κάθε μέρα νομίζω ότι πάμε και πιο πίσω....και κάθε φορά που το νομίζω, κάτι συμβαίνει και παίρνω ελπίδες ότι μπορούμε να προχωρήσουμε

Στίχοι -- μουσική: Δημήτρης Αποστολάκης
Τραγούδι: Μαρία Κώτη, Χαΐνηδες

Την παλιά την ιστορία μέχρι και το χτες
γράψανε οι νικητές
μα ήταν καταδικασμένοι
να 'ναι πρωταγωνιστές
της ζωής οι νικημένοι.
Γεια σας, γεια σας, νικημένοι
τ' όνειρό σας δεν πεθαίνει
είναι μέσα στην καρδιά μας
σαν τ' αγέννητα παιδιά μας.
Μες στης λησμονιάς τη λίμνη δίπλα στις ακτές
πέταξαν οι δικαστές
τη ζωή μας την κλεμμένη
και τη θάψαν πειρατές
με σημαία ματωμένη.
Γέλασε, γλυκό μου ταίρι, μόνο εσύ δε φταις
δεν υπάρχουν νικητές
δεν υπάρχουν νικημένοι
είπανε οι ποιητές




μόνο η ΑΓΑΠΗ μένει.....









Χλόη Κουτσουμπέλη

Σήμερα 25 Νοεμβρίου:
Διεθνής Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών.
Αφιερωμένο στις γυναίκες που αγαπώ

Αφού την χτυπούσε μετά γινόταν πολύ τρυφερός μαζί της. Της άγγιζε το πρόσωπο κι έκλαιγε. Τα μαλλιά του ήταν πυκνά μαύρα και πολύ απαλά. Έβαζε το κεφάλι του στην αγκαλιά της και αυτή τον χάιδευε. Για ένα φεγγάρι αυτός έβλεπε έναν γιατρό. Έτσι της είχε πει. Για ένα μήνα δεν την χτυπ

ούσε καθόλου. Ύστερα μία νύχτα κάποιος τηλεφώνησε αργά στο σπίτι της την ώρα που ήταν κι αυτός εκεί. Είσαι πουτάνα της φώναξε και εκσφενδόνισε το τηλέφωνο ξεριζώνοντας το από την μπρίζα, νομίζεις ότι δεν ξέρω πως ήταν ένας από τους γκόμενούς σου αυτός που πήρε και έκλεισε; Η Άννα δεν απάντησε. Ήξερε από παλιά καλά πώς να φεύγει. Πετούσε ψηλά και έφτανε στο καμπαναριό μιας εκκλησίας, από εκεί χαιρετούσε ένα κοπάδι λευκές αγριόχηνες, η μία είχε κόκκινα φτερά, η Άννα κουνούσε τα χέρια και πετούσε μαζί τους, ένιωθε τον ίλιγγο και την έξαψη του πετάγματος, ήταν όπως όταν έκανε έρωτα μαζί του, πάντα μετά το ξύλο, που μερικές φορές απογειωνόταν άφηνε τα σεντόνια και πετούσε στο ταβάνι.
Της έδωσε γροθιά. Γεύτηκε το αίμα που έτρεχε από την μύτη της και έτρεξε αμέσως στο μπάνιο. Αυτός από έξω χτυπούσε την πόρτα και την παρακαλούσε να ανοίξει. Δεν του άνοιξε όλο το βράδυ. Έριξε κάτω μερικές πετσέτες και κοιμήθηκε στο γυμνό πάτωμα του μπάνιου. Όλη την νύχτα ονειρευόταν πως παίζει κουτσό στα αστέρια.
Την άλλη μέρα βρήκε ένα φάκελο στο γραμματοκιβώτιό της. Κάποιος τον είχε τοποθετήσει εκεί γιατί δεν έδειχνε να είχε σταλεί με το ταχυδρομείο. Μέσα υπήρχε ένα κομμάτι λευκό χαρτί. Επάνω κάποιος είχε κολλήσει περίεργα γραμματάκια από πολύχρωμα χαρτόνια σε διάφορα σχήματα και χρώματα που χόρευαν σε ένα περίεργο κολλάζ. Σχημάτιζαν μια φράση. ΦΥΓΕ ΑΠΟ ΑΥΤΟΝ. ΘΑ ΣΕ ΣΚΟΤΩΣΕΙ.
Εκείνο το βράδυ όταν αυτός ήρθε αυτή δεν άνοιξε την πόρτα. Τον άκουγε να ουρλιάζει απέξω, να κλωτσάει, να απειλεί να φέρει λοστό, άκουγε την εναλλαγή χρωμάτων στην φωνή του, πρώτα κατακόκκινη θυμωμένη και μία στρατιά από τεράστια έντομα περπάτησαν στην ραχοκοκαλιά της, ύστερα απειλητική μοβ πιο υπόκωφα τρομακτική και σιγανή που έκανε τα μέλη της να παγώσουν απ’ τον φόβο, ύστερα τρυφερή και παιδική, γινόταν το μωρό της, εκείνο που έχασε πριν γεννηθεί, μικρό έμβρυο που την κοιτούσε με υγρά μάτια και την παρακαλούσε να τον αφήσει να χωθεί στην μήτρα της και να τον προστατεύσει, αυτός που είναι πια σάρκα αδιαχώριστη από την δική της, άκουγε τα λόγια του να κυλούν κάτω από την πόρτα της σαν αίμα, όμως σκεφτόταν το ανώνυμο γράμμα, θα σε σκοτώσει έλεγε και προς τα ξημερώματα κάλεσε την αστυνομία.
Ποτέ δεν ξαναείδε τον Αντώνη από τότε. Την άλλη μέρα όμως όταν έβγαλε έξω τα σκουπίδια είδε με έκπληξη μέσα στον σάκο αποκόμματα από χρωματιστά χαρτόνια και μία χρησιμοποιημένη κόλλα. Και εκείνη ακριβώς την στιγμή η Άννα κατάλαβε επιτέλους. Κάθισε με την παλιά της ρόμπα σε μία αναπαυτική πολυθρόνα με ένα φλιτζάνι καυτό τσάι στο χέρι και αγκάλιασε για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια τον εαυτό της.

https://www.facebook.com/lidaalel

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2012

της καρδιάς μου...20-11-2012...

απόσπασμα από το βιβλίο του Χρόνη Μίσσιου "Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς"

"Θυμάμαι πόσο βαθιά πληγώθηκα όταν ύστερα από κάποιους μήνες στην ασφάλεια, με πετάξαν σ' ένα τζιπ, δεμένο με χειροπέδες παρόλο που δεν μπορούσα να σταθώ όρθιος, περπάταγα με τα τέσσερα... Με φορτώνουν, που λες, σ' ένα τζιπ για το Γεντί Κουλέ. Ήξερα ότι πάω για θάνατο μου το 'χαν πει σε όλους τους τόνους στην ασφάλεια.

Ήταν Σάββατο απόγευμα καλοκαίρι.Θα 'χε μπει για τα καλά ο Ιούλιος. Περνάγαμε απ'το Βαρδάρη, είχαν σκολάσει τα μαγαζιά, ο κόσμος μυρμήγκιαζε στους δρόμους, φορτωμένος ψώνια. Ακούμπησα τα χέρια μου με τις χειροπέδες στο παραπέτο του τζιπ, μια ματιά, μια ματιά... Ο ένας από τους χαφιέδες με κατάλαβε. «Βλέπεις ρε μαλάκα; Ποιος νοιάζεται για σένα, μαλάκα; Λες ότι πας να πεθάνεις γι' αυτούς, ποιος σε ξέρει; Τους βλέπεις; Κάνουν τα ψώνια τους, θα πάνε σπίτι τους, αύριο στα βαποράκια, Περαία, Μπαξέ, Αρέτσου, θάλασσα, παιχνίδι, κορίτσια, ποιος νοιάζεται για σένα, μαλάκα; Πας για εκτέλεση, κι είσαι μονάχα δεκάξι χρονών»...

Ένιωσα τέτοια απελπισία, τόση δυστυχία, ώστε μόλις αντάμωσα τους άλλους στην φυλακή, έβαλα τα κλάμματα. Ε, έπρεπε να περάσω πολλά και να διαβάσω πολύ, για να καταλάβω πόσο μοναδικός και πόσο μοναχικός είναι ο δρόμος του επαναστάτη."

Οι Άγιοι

Σα να μην γεννήθηκαν ποτέ,
σα να 'ταν ένα ψέμα
άνθρωποι που δώσαν την χαρά,
που 'φτασε και σε μένα.

Άγιοι που δεν θα γιορταστούν
γιατί δεν θα τους βρουν
ημέρα που ταιριάζει.

Άμυαλοι που πέσαν στην φωτιά
για να 'χει τ' όνειρο
φωλιά για να κουρνιάζει.

Δεν τους πρέπουν εικονίσματα
κεριά και καντηλέρια
τις χοές μας που και που στη γη
και τη ματιά στ' αστέρια.

Μέσα στης ζωής τον πανικό
ασίκικο χορό
χορεύουν οι ψυχές τους

Αχ καρδούλα δως μου δύναμη
να βρω κάποια στιγμή
κι εγώ τις αντοχές τους......



Εδώ...πατήστε:
http://ahinoula.blogspot.com/2012/02/blog-post.html


«Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, μέσα στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν «αξίες, σαν ανάγκες», σαν «ηθική», σαν «πολιτισμό». Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να κουβεντιάσουμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να κάνουμε έρωτα, ν απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας»



"Μοναξιά χιλιάδες φύλλα"




Στίχοι: Κώστας Τριπολίτης
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος

"Μοναξιά χιλιάδες φύλλα"


Τον περισσότερο καιρό σωπαίνεις
στο τζάμι το θαμπό της οικουμένης
κοιτάς αυτά που δεν καταλαβαίνεις
κι ούτε που ξέρεις τι και πώς

Βλέπεις θεάματα πληρώνεις φόρους
επιθυμώντας μ' όλους τους πόρους
να ζεις μονάχα με δικούς σου όρους
και να 'σαι ο ίδιος σου πομπός

Άκου κοινό !
Λάθος προφίλ του ανθρώπου ο νους
δεν αντέχει κόσμους αληθινούς
κόλαση υπάρχει μονάχα για τους ζωντανούς

Τα μανιφέστα του καιρού σου μίλα
κίτρινα λόγια με σινέ ξεφτίλα
πουλάει η μοναξιά χιλιάδες φύλλα
όταν ποζάρει στο φακό

Γλυκιά ακίνητη θολή νιρβάνα
δεν έχεις έρωτες μα έχεις πλάνα
έχεις οθόνη μα δεν έχεις μάνα
ούτε ένα χέρι φιλικό

Άκου κοινό !
Λάθος προφίλ του ανθρώπου ο νους
δεν αντέχει κόσμους αληθινούς
κόλαση υπάρχει μονάχα για τους ζωντανούς

Τον περισσότερο καιρό σωπαίνεις
στο τζάμι το θαμπό της οικουμένης
κοιτάς αυτά που δεν καταλαβαίνεις
κι ούτε που ξέρεις τι και πώς

Γλυκιά ακίνητη θολή νιρβάνα
δεν έχεις έρωτες μα έχεις πλάνα
έχεις οθόνη μα δεν έχεις μάνα
ούτε ένα χέρι φιλικό

Ερμηνεία ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΡΟΥΛΗΣ



Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012

17 Νοεμβρη....2012


17 Νοεμβρη....λιγα γαρουφαλλα...
και εγω περιμενω...σαν αγκυροβολημενο φορτηγο...μες τα λογια δεκαδων ανθρωπων διχως νου, διχως πραξεις..
δες, χειμωνιασε...:



«ΜΟΥ ΔΙΩΧΝΕΤΕ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΜΟΥ. ΕΓΩ ΘΑ ΜΕΙΝΩ!»

Μεγαλώσαμε εδώ, είναι ωραία εδώ. Τι ωραία; Μαγικά είναι. Έχει ήλιο, έχει θάλασσα, έχει αλάτι στα μαλλιά, άμμο κρυμμένη στα πιο παράξενα σημεία μιας τσάντας που δεν τινάξαμε. Εδώ φοράμε σκούφους μονάχα επειδή έτσι γουστάρουμε, εδώ είναι Νοέμβρης και δεν χρειάζεσαι μπουφάν, εδώ τρώμε σουβλάκια στο όρθιο, πίνουμε τσίπουρα και γελάμε, εδώ κλαίγαμε για αγόρια που δεν μας ήθελαν, μετά πετούσες μία μαλακία και σκάγαμε στα γέλια, εδώ έκλαψαν επειδή δεν τους θέλαμε, εδώ χαράξαμε τα ονόματα μας σε δέντρα, - αυτά τα λίγα που υπάρχουν - εδώ κάναμε κοπάνες, εδώ μεθύσαμε και ξερνούσαμε στο μπάνιο κάποιου φίλου, εδώ, στο δωμάτιο μου, μας είχε βρει η μάνα μου λιωμένες μ’ ένα μπουκάλι τεκίλα και κάτι φλούδες από λεμόνια. Θυμάσαι; Eδώ ξεκινήσαμε να ονειρευόμαστε, μετά ακούσαμε για «επανάσταση». Μετά τα όνειρα άλλαξαν. Εδώ φάγαμε χημικά , εδώ τρέξαμε, εδώ σε πήρα τηλέφωνο κλαίγοντας τότε που πέρασαν τα μέτρα και ψέκασαν έναν παππού μπροστά μου και φώναζε από το τηλέφωνο η μάνα σου να ΄ρθεις με το αυτοκίνητο (!) στο αποκλεισμένο Σύνταγμα να με μαζέψεις γιατί είμαι "βλαμμένο". Εδώ είδαμε το δίκιο, εδώ και το άδικο, εδώ ανατριχιάσαμε μ’ ένα σύνθημα και γελάσαμε με το "μωρό μου είσαι όμορφη σαν τράπεζα που καίγεται"… Τώρα φεύγεις. Ούτε η πρώτη είσαι ούτε η τελευταία.

Εγώ θα μείνω!
Ο ένας μετά τον άλλο φεύγουν, ο ένας Λονδίνο, η άλλη Βέλγιο, Βερολίνο, ο άλλος Ολλανδία, Αμερική, διάφοροι οικονομικοί μετανάστες. Ποιοι; Οι δικοί μου οι φίλοι. Αυτοί με τους οποίους σπούδασα, αυτοί με τους οποίους ονειρεύτηκα τις δουλειές και τις ζωές «των ονείρων» μας. Όνειρο γιόκ. Στην καλύτερη περίπτωση θα δουλεύουμε, όσοι είμαστε τυχεροί, δωδεκάωρα για ένα μισθό "χέσε μέσα". Ούτε ταξίδια, ούτε λεφτά, ούτε φοβεροί έρωτες (πού χρόνος για έρωτες, δεν βλέπεις τι γίνεται!), ούτε μέλλον. Έτσι θέλουν! Μία και σήμερα, όπως στο στρατό, κάθε μέρα γίνεται «μία και σήμερα». Σκατά! Το ξέρω πως δεν θες να ζεις μ’ ένα 500άρικο, πως έχεις όνειρα. Τα ίδια όνειρα έχουμε.
Εγώ θα μείνω!
Ο ένας μετά τον άλλο αγανακτούν, και φεύγουν. Έχουν γαμάτα βιογραφικά οι φίλοι μου. Τους προσλαμβάνουν εύκολα έξω.. Χαίρομαι. Λυπάμαι, όμως, που σκορπιζόμαστε. Λυπάμαι που μένω εδώ και οι άλλοι φεύγουν για ένα μέλλον, που για να το ζήσουν θα πρέπει να μηδενίσουν το κοντέρ τους. Ένα κοντέρ που τις ταχύτητες του τις ανεβάσαμε μαζί τόσα χρόνια. Φεύγεις, θα σε στηρίξω, αλλά ρε γαμώτο, μη φύγεις! Δες πόσα καταφέραμε σε τόσο λίγο διάστημα. Πίστευες τι θα συνέβαινε το 2008; Πίστευες ότι θα μαζευόμασταν εκατοντάδες χιλιάδες στο Σύνταγμα επί τόσους μήνες; Πίστευες ότι θα πιανόμασταν χέρι - χέρι για να μη χαθούμε μες τον κόσμο; Πίστευες ότι θα πηγαίνουμε σε συγκεντρώσεις και δεν θα ΄μαστε τρεις κι ο κούκος; Πίστευες το αποτέλεσμα των εκλογών όταν γιορτάζαμε το βράδυ στο περίπτερο, στο Πανεπιστήμιο και ήταν αυτό το αστείο παιδί με την πορτοκαλάδα που δεν μιλούσε. Έλα πες, πιστεύεις την απόσταση που έχουμε διανύσει;
Εγώ θα μείνω!
Ο ένας μετά τον άλλο πακετάρουν, γαμωσταυρίζουν, δακρύζουν και επιβιβάζονται σ’ ένα αεροπλάνο – όχι για ένα χρόνο που διαρκεί το μάστερ - για όσο……….Η μάνα τους κλαίει, από το τηλέφωνο τι να πει; Λέει μόνο «Καλή τύχη». Και όλο και περισσότερο ακούω το «Η Ελλάδα είναι μόνο για διακοπές»! Όχι ρε! Δεν είναι μόνο για διακοπές, γιατί αν αρχίσεις να το πιστεύεις, τότε θα την καταντήσουν μόνο για διακοπές, αλλά για τις διακοπές που θα σιχαίνεσαι να κάνεις.
Εγώ θα μείνω!
Ο ένας μετά τον άλλο βλέπουν την πόλωση, τους φασίστες, την επικείμενη σύγκρουση. Μου είπες ότι κάτι μπάτσοι είχαν στριμώξει έναν μετανάστη, ότι τους έδειξε τα χαρτιά του και του τα ΄σκισαν, μου είπες ότι στους φίλους του Δ., που τους έπιασαν, τους ξερίζωσαν τις τζίβες μία μία. Σοκαρίστηκες. Το ξέρω πως κάθε βράδυ ακούς για επιθέσεις χρυσαυγιτών σε μετανάστες, το ξέρω πως εσύ ήθελες να σώζεις γατάκια μην τα πατήσουν αυτοκίνητα και τώρα ασχολείσαι με τέτοια. Δεν ήμασταν προετοιμασμένοι γι αυτό αλλά να που έτυχε. Και τώρα τι; Έτσι απλά, δεν ζεις εδώ, όπως θα ΄θέλες και φεύγεις. Φεύγοντας, όμως, από το πρόβλημα δε λύνεται. Μήπως πάντα φεύγαμε, αναζητώντας την προσωπική διάσωση; Μήπως φτάσαμε εδώ, επειδή συναινέσαμε σε αυτή τη λάθος λογική; Και αν εκεί, που πας, γίνουν σε λίγο καιρό τα ίδια, τι θα κάνεις; Θα πας αλλού; Θα γυρνάς με μία βαλίτσα τον πλανήτη για να βρεις κάπου που δεν έχει κρίση, μπας και ζήσεις; Μία ζωή φευγάτη; Μπας κι εδώ φευγάτη δεν ήσουν; Μήπως όταν αδιαφόρησες- αστάθμητος παράγοντας βλέπεις η αδιαφορία - έφταιξες κι εσύ; Όπως κι εγώ. Τώρα, έκλεισες και τα εισιτήρια.
Εγώ θα μείνω!
Ο ένας μετά το άλλο, μιλούν από το skype, φορώντας πυτζάμες μπροστά σε μία κάμερα, με τους φίλους που τους έδιωξε η χώρα τους. Μας είπανε ότι όλα γίνονται για «τη σωτηρία της πατρίδας». Ποια πατρίδα ρε, η πατρίδα μπαίνει σε αεροπλάνο και μετακομίζει αλλού. Στη βαλίτσα της έχει έναν Πουλαντζά (δανεικό κι αγύριστο), τον Τρυποκάρυδο του Ρόμπινς και μία μπλούζα μου. Ποια "πατρίδα" χωρίς τους φίλους μου; Το πιο φιλόδοξο όνειρο είναι το δύσκολο. Κι εδώ μένουμε λίγοι, όλο και λιγότεροι. Δυναμώνουμε τη φωνή μας (πάει μαζί με την οργή αυτό), αλλά δεν μπορώ να φωνάζω για δύο, για τρεις για δέκα. Μένουμε λίγοι! Καταφέρνουν αυτό που θέλουν! Μας αποδεκατίζουν, δεν το καταλαβαίνεις; Δεν γίνεται να φύγεις και να μείνουμε εμείς οι λίγοι με τα παππούδια που ψήφισαν Σαμαρά. Θα μας κάνουν τα ίδια και χειρότερα! Μείνε να το παλέψουμε. Μείνε να τους διώξουμε και να φτιάξουμε τον κόσμο μας, όπως μας αξίζει, καλύτερο! Ονειρέψου με μάτια ανοιχτά εδώ. Δεν μπορώ μόνη μου. Μείνε, να μη μείνουμε λίγοι!
Εγώ θα μείνω!

Anna Mana
..............................................................................................














Κάποτε...






Αξίζει πράγματι κανείς να διαθέσει λίγο χρόνο, για να διαβάσει το παρακάτω όμορφο κείμενο, το οποίο είναι μεν ρομαντικό, αλλά το αναρτώ γιατί περιγράφει με περισσή ενάργεια και ακρίβεια, αλλά και με μία πληθώρα γνήσιων συναισθημάτων αναπόλησης την εποχή των νεανικών μας χρόνων. Εγώ για να περιορίσω λίγο τη ρομαντική διάθεση της συντάκτριας του και να απομειώσω την ωραιοποίηση εκείνης της εποχής πρ
οσθέτω στο κείμενο αυτό τη φράση: "Ναι εκείνη την εποχή κυριαρχούσε μεν η φτώχεια, η ανέχεια, η μετανάστευση και ιδίως ο αυταρχισμός καθε έκφρασης της εξουσίας, αλλά η συντριπτική πλειοψηφία αυτού του λαού είχε αρχές, αξιοπρέπεια, αυθεντικότητα, ειλικρίνεια και περηφάνια, ενώ στις παιδικές και νεανικές ψυχές μας αφέντες ήταν το όνειρο και ο αγνός Έρωτας!"

 Παναγιώτης  Σκουρκέας




«Η γενιά μας 1960 – 1970. Μία ρομαντική ματιά στα νεανικά μας χρόνια».
……………………………………………………………
Σύμφωνα με τις στατιστικές, αυτοί από εμάς που ήμασταν παιδιά τις δεκαετίες του ΄60 έως ΄70 πιθανόν δεν θα έπρεπε να είχαμε επιζήσει! Οι κούνιες μας ήταν βαμμένες με γυαλιστερή λαδομπογιά με βάση το μόλυβδο. Τα πατώματα είχαν μωσαϊκό που σου περόνιαζε τα κόκκαλα κι οι κρεβατοκάμαρες ξύλινα πατώματα που τα γυάλιζαν με παρκετίνη, με κάτι βαριές παρκετέζες και κάθε τόσο αγκίθες καρφωνόντουσαν στις ξυπόλητες πατούσες μας. Οι παιδικές αρρώστιες έκαναν θραύση. Κάθε τόσο κι ένας φίλος ή συμμαθητής πάθαινε ιλαρά, κοκίτη, μαγουλάδες, ανεμοβλογιά. Δεν είχαμε καπάκια ασφαλείας στα μπουκάλια με τα φάρμακα, ούτε καπάκια στις πρίζες του δωματίου, εκείνες τις σκούρες τις φτιαγμένες από βακελίτη. Ζεσταινόμασταν με σόμπες με ξύλα ή με κάρβουνο ή με θερμάστρες πετρελαίου. Που να βρεθεί καλοριφέρ τότε. Τηλέφωνο είχε ή σε κανένα θάλαμο του ΟΤΕ με κερματοδέκτη μ’ εκείνες τις μάρκες τις χαραγμένες ή στο περίπτερο της γειτονιάς, που είχε κρεμασμένα με μανταλάκια τα περιοδικά μας, το «Μικρό Ήρωα», το «Μικρό Σερίφη», κι ακόμα το «Ρομάντζο», το «Πάνθεον», το «Ντομινό», τη «Βεντέτα», το «Πρώτο», το «Εμπρός». Ακόμα ζητάω τη σοκολάτα «ΙΟΝ» αμυγδάλου του τάλιρου, ή τις πρώτες γκοφρέτες «ΜΕΛΟ» με τα χαρτάκια με τις φορεσιές και τις σημαίες των χωρών του κόσμου. Ακόμα θυμάμαι το Γλειφιτζούρι κοκοράκι, το μαλλί της γριάς στα πρόχειρα λούνα παρκ, Το φρεσκοψημένο ποπ κορν , τις καραμέλες γάλακτος τις τυλιγμένες στο χρυσό χαρτί, τις κατακόκκινες καραμέλες τσάρλεστον, το πεστίλι πέτσα βερίκοκο, το αυθεντικό παστέλι και το κάτασπρο μαντολάτο. Ακόμα θυμάμαι τη γεύση απ το καλαμπόκι και τα κάστανα και συγκινούμαι όταν βλέπω καστανάδες, λίγους πια και καλαμποκάδες σε κάνα πανηγύρι. Χάθηκαν τ’ αυθεντικά σουβλάκια με τα ντονέρ και τη ξεροψημένη πίτα και το κοκκινοπίπερο. Τα αστικά λεωφορεία «Σκάνια Βάρις», «Σκόντα», «Βόλβο» κι αργότερα «Βritish Leyland» και «ΗΙΝΟ» είχαν τη μηχανή μέσα και ήταν συνήθως καλυμμένη με μπλε δερμάτινα καπιτονέ καλύμματα. Βόγκαγαν κάθε φορά που ο οδηγός άλλαζε ταχύτητα. Καμιά φορά είχε και μια θέση μπροστά δεξιά δίπλα στη μηχανή που ήταν η καλύτερη για τα παιδικά μας όνειρα. Υπήρχε και εισπράκτορας στριμωγμένος δίπλα στην πίσω πόρτα με το κλασσικό γκρι καπέλο με το γείσο κι ένα πρωτόγονο μικρόφωνο κι έλεγε τις στάσεις ή φώναζε τέρμα τα μία και είκοσι. Θυμάστε εκείνες τις κερματοθήκες που έβαζε τα κέρματα και που τώρα τελευταία ξανάγιναν της μόδας; Τα κίτρινα τρόλεϊ με τους οδηγούς και τους εισπράκτορες με τις καφέ στολές, κι εκείνο το περίεργο μηχανάκι με τη μανιβέλα, που έκοβε τα εισιτήρια. Τα γκρίζα αμερικάνικα πελώρια ταξί με τα καθισματάκια που έπεφταν από τις πλάτες των μπροστινών καθισμάτων, γυρόφερναν ή άραζαν στις πιάτσες. Κι οι πειρατές, «ένα διφραγκάκι Σύνταγμα» τους έκοβαν το μεροκάματο. Ποιος να έχει τότε Ι.Χ; Οι λίγοι τυχεροί αγόραζαν «VW» σκαραβαίους, ή μεταχειρισμένα «Hansa», «Wartburg», «FIAT 1100», «Opel Olympia». Θυμάστε τα «Anglia», τα» Peugeot 403», τα «Renault 10» ή το «Simca 1000», με τα ανύπαρκτα καλοριφέρ και τα λιγνά λάστιχα; Τα δίχρονα «SAAB»; Τα «Consoul Cortina»; Το γάλα μας το έφερνε ο γαλατάς ή μέσα σε γυάλινα μπουκάλια με αλουμινένια καπάκια ή μας
το άδειαζε από μεγάλες καρδάρες στην κατσαρόλα στην εξώπορτα. Οι κολώνες του πάγου που τις έφερνε ο παγοπώλης με την τρίκυκλη μοτοσυκλέτα του και τις κουβάλαγε μ’ εκείνο το περίεργο εργαλείο γάντζο, αργοέλιωναν στο κεφαλόσκαλο. Και η βρύση του ψυγείου είχε στο στόμιο της τυλιγμένο ένα λευκό τουλπάνι σα φίλτρο. Πού ηλεκτρικά ψυγεία; Αργότερα θυμάμαι κάτι «ΠΙΤΣΟΣ», «ΙΖΟΛΑ» και «ΚΕΛΒΙΝΕΙΤΟΡ». Οι παπλωματάδες, οι καρεκλάδες, οι γανωτζήδες, οι ακονιστές κι οι τσαγκάρηδες είχαν πολλή δουλειά. Στην κεντρική λεωφόρο ένα πλήθος από λούστρους με καλογυαλισμένα κασελάκια, που λαμποκοπούσαν, περίμεναν πελάτη. Πιο δίπλα ο στραγαλατζής για να περνάτε ευχαρίστα στα σουλάτσα στις πλατείες. Και σε κάποια γωνιά, σε μια καμαρούλα 2Χ2, ήταν το βασίλειο του τσαγκάρη μ’ εκείνο το περίεργο καλαπόδι που έβαζε ανάποδα το παπούτσι και το κόλλαγε και το κάρφωνε μ’ εκείνες τις μαύρες πρόκες με το πλατύ κεφάλι και διάχυτη η μυρουδιά της βενζινόκολλας. Στη γωνιά του δρόμου μια «ΕΒΓΑ» που πούλαγε γάλα, γιαούρτια και παγωτά σε ψυγεία με μαύρα λαστιχένια καπάκια, και σε μια γωνιά μεταλλικά κουτιά με γυάλινο επάνω μέρος και μέσα μπισκότα γεμιστά με κρέμα γεύση βανίλια, σοκολάτα, φράουλα και μπανάνα και κουραμπιέδες «Μπούσιου» αν θυμάμαι τυλιγμένους σε ημιδιαφανές χαρτί. Στο κομμωτήριο της γειτονιάς οι κυρίες ψηνόντουσαν με τις ώρες κάτω απ’ τις κάσκες σεσουάρ με τα μαλλιά πασαλειμμένα πλίξ, τυλιγμένα σε ρόλλει κι όλα μαζί σκεπασμένα με δίχτυ και τααυτιά σκεπασμένα με κοκάλινα καπάκια. Η μανικιουρίστα καθάριζε τα πετσάκια κι έβαφε τα νύχια με κατακόκκινο μανό, που μύριζε ασετόν από δέκα μέτρα μακριά. Ο καφές στα καφενεία ήταν μόνο Ελληνικός, -Τούρκικος τότε. Δεν υπήρχε νες καφέ, ούτε φραπέ, ούτε καπουτσίνο, ούτε εσπρέσο ούτε καν φίλτρου γαλλικός. Μόνο σε κανένα ζαχαροπλαστείο εύρισκες γαλλικό και βέβαια τον πλήρωνες πανάκριβα. Οι πρώτες καφετιέρες ήταν κάτι γυάλινες κανάτες γεμάτες νερό πάνω στη φωτιά, μ’ ένα ειδικό μεταλλικό φίλτρο που ο ατμός που υγροποιούταν, έπεφτε πάνω στον καφέ, τον έριχνε στο νερό και ο κύκλος συνεχιζόταν μέχρις εξαντλήσεως του περιεχομένου. Σαββατόβραδο στα μικράτα μας σινεμαδάκι την σπουδαία περίοδο του Ελληνικού κινηματογράφου και το βράδυ ταβερνάκι με μπριζολίτσα, παιδάκια και μια γουλιά μπύρα που μας έδινε κρυφά η μάνα μας γιατί «το παιδί δεν πρέπει να πίνει». Και αργότερα πιο μεγάλοι πια, σινεμά και καφετέρια στον Πύργο των Αθηνών, το «Loubier», το «Blue Bell», στου «Φλόκα», στο «Βυζάντιο’, στο «REX», στο «ΣΙΝΕΑΚ» για ταινίες με Χοντρό ‐ Λιγνό. Ο «Βρυλώνιας» με τις φοβερές μακαρονάδες. Η «Σόνια». Με πόση χαρά ακολουθούσαμε Κυριακή πρωί τον πατέρα στο καφενείο και απολαμβάναμε επί ώρες μια κουταλιά βανίλια, το γνωστό υποβρύχιο, μέσα σ’ ένα ποτήρι παγωμένο νερό, ή τρώγαμε το μεζέ του ούζου και του αφήναμε το ούζο ξεροσφύρι. Κι ύστερα με το ποδήλατο πάνω κάτω στο πεζοδρόμιο κι εκείνος να μας ρίχνει κλεφτές ματιές κάθε που σήκωνε το κεφάλι του απ’ το τραπέζι με την πρέφα ή το τάβλι. Και το μεσημέρι της Κυριακής, μετά το οικογενειακό γεύμα, πόση πίκρα όταν έφευγε για το γήπεδο χωρίς εμάς, γιατί ήταν μεγάλο παιγνίδι και με πόση λαχτάρα περιμέναμε ν’ ακούσουμε την περιγραφή απ’ το ραδιόφωνο. Γεωργίου, Φώσκολος, Λογοθέτης κι αργότερα απ’ την τηλεόραση Διακογιάννης, Φουντουκίδης, Κατσαρός. Τα καλοκαίρια μπάνιο με το πούλμαν ή πάνω στις καρότσες των αγροτικών ή με φορτηγά ή άντε με προϊστορικά λεωφορεία, που ζεμάταγαν σαν την κόλαση στις κοντινές παραλίες, Καβούρι, Βουλιαγμένη, Βάρκιζα, άντε και στη Λουμπάρδα ή απ την άλλη μεριά στη Ραφήνα, στη Νέα Μάκρη, στο Κόκκινο λιμανάκι. Γελάγαμε με κάτι χοντρές γριές που κάνανε μπάνιο με τις κομπιναιζόν, Πέφταμε κάτω και χτυπιόμασταν όταν βλέπαμε κάποιους με το ένα χέρι να κρατάνε τυλιγμένη την πετσέτα γύρω τους και με το άλλο να προσπαθούν να βγάλουν το μαγιό και ναι βάλουν εσώρουχο και παντελόνι. Σιχαινόμασταν τα κεφτεδάκια ή τα ντολμαδάκια στην αμμουδιά. Και το νερό που πίναμε ήταν πάντα χλιαρό. Η γλυκύτερη αναμονή το καλοκαίρι ήταν ο παγωτατζής με το καρότσι με τις σιδερένιες ρόδες που το έσπρωχνε στο χωματόδρομο. «Παπασπύρου», «ΑΣΤΥ», «ΕΒΓΑ». Μια δραχμή η κρέμα, μιάμιση το κακάο, δύο η σοκολάτα. Και φρούτα, θεούλη μου τι φρούτα ήταν αυτά! Θυμάμαι ακόμα τον πατέρα μου να κουβαλάει κάτι δωδεκάκιλα αμερικάνικα ριγέ καρπούζια και γιαρμάδες που σε κάθε δαγκωνιά τα ζουμιά έτρεχαν στο πηγούνι και στο λαιμό. Και πεπόνια που μοσχομύριζαν. Και κεράσια μέλι. Και σταφύλια ολόγλυκα. Ψωμί, τυρί φέτα και καρπούζι για φαγητό. Η υπέρτατη γεύση. Πίναμε νερό απ’ το λάστιχο του κήπου (τι εμφιαλωμένα και πράσινα άλογα), τρώγαμε λουκουμάδες με ζάχαρη, κουλούρι και τριγωνάκι κεφαλοτύρι απ’ τον πλανόδιο κουλουρά έξω απ’ την εκκλησία, αμφίβολης καθαριότητας τυρόπιτες και σάμαλι (δεν έχω ξαναδοκιμάσει από τότε τέτοια νοστιμιά), κοκ και κορνέ με σαντιγί, και πάστες νουγκατίνες, σοκολατίνες και σεράνο απ’ τις «ΕΒΓΑ» της γειτονιάς. Γευόμασταν βούτυρα και μαρμελάδες σπιτικές και σπιτικά γλυκά κουταλιού: Συκαλάκι, περγαμόντο, βύσσινο και πορτοκάλι, νερατζάκι, και φαγητά που δεν τα φτιάχνουν τώρα γιατί είναι κουραστικά. Ροστ μπήφ, μελιτζάνες παπουτσάκια, ιμάμ, παστίτσια, μουσακάδες. Τρώγαμε τόνους κεφτέδες με πατάτες τηγανιτές αλλά ποτέ δεν ήμασταν υπέρβαροι γιατί γυρνάγαμε όλη μέρα στους δρόμους και τις αλάνες παίζοντας. Μαζεύαμε καπάκια αναψυκτικών και μοιραζόμασταν με τους φίλους μας μια πορτοκαλάδα ή γκαζόζα απ’ το ίδιο μπουκάλι και ποτέ κανένας μας δεν έπαθε τίποτε. Δεν πολυαρρωσταίναμε, αλλά αν τύχαινε να αρρωστήσουμε πάντα υπήρχε μία καλή μάνα ή γιαγιά να μας δώσει λίγο φιδέ και να μας ρίξει βεντούζες, να μας δώσει μια κουταλιά «Νορισοντρίν», «Ιπεσαντρίν», «Αλγκόν» ή ασπιρίνη διαλυμένη στο κουταλάκι μαζί με ζάχαρη, ή να μας κάνει μια ένεση με γυάλινη σύριγγα, που τη βράζανε στο κατσαρολάκι, και πιο ύστερα να μας διαβάσει κανένα παραμυθάκι για να αποκοιμηθούμε. Και κάτι θερμόμετρα γυάλινα του πεντάλεπτου και στα πόδια του κρεβατιού να γουργουρίζει η γάτα η παρδαλή και να αναδεύεται και να παίζει με την άκρη της κουβέρτας. Όταν κάναμε ποδήλατο («eska» ή «velamos») δεν φορούσαμε κράνος και στην πίσω ρόδα βάζαμε πάντα χαρτόνι από πακέτο τσιγάρα, πιασμένο με ξύλινο μανταλάκι έτσι για να κάνει θόρυβο και να μας θυμίζει μηχανάκι. Περνάγαμε ώρες έξω απ’ το σπίτι, φτιάχνοντας πατίνια με ρουλεμάν και σανίδια και κατεβαίναμε τις κατηφόρες τις γειτονιάς απλά για να διαπιστώσουμε ότι είχαμε ξεχάσει να βάλουμε φρένο. Κι όταν σηκωνόμασταν μέσα απ’ τους θάμνους, που καταλήγαμε, μαθαίναμε πώς να διορθώνουμε το πρόβλημα των φρένων, για να μη ξαναπληγώσουμε τα γόνατα μας και να μην αποκτήσουμε ευμεγέθη καρούμπαλα στο κέντρο του μετώπου μας Κι αν τα αποκτούσαμε, τα πατάγαμε μ’ εκείνα τα μεγάλα τάλιρα για να μη φουσκώσουν. Είχαμε φίλους. Βγαίναμε στο δρόμο και τους βρίσκαμε. Παίζαμε μπάλα και κυνηγητό στους δρόμους. Τα δοκάρια στα αυτοσχέδια γήπεδα ήταν ή οι σχολικές τσάντες ή τα πουλόβερ κι οι ζακέτες μας κουβαριασμένες και για καλάθια του μπάσκετ είχαμε τα περβάζια των παραθύρων. Πόσες φορές δεν σπάγαμε και κανένα τζάμι κι εξαφανιζόμασταν όλοι μαζί, αφήνοντας τη μπάλα στα χέρια κάποιου συνταξιούχου που την έσκιζε με το σουγιά και την πέταγε στο δρόμο. Ο παλιόγερος! Σκάβαμε λακουβάκια για να παίξουμε γκαζές, ακόμα και κουτσό μαζί με τα κορίτσια, χαρτάκια ή απ’ αυτά που αγοράζαμε απ’ τα περίπτερα ή με τα χαρτόνια απ’ τα πακέτα τα τσιγάρα. Πηγαίναμε στα σπίτια των φίλων μας και χτυπούσαμε την πόρτα ή το πιο συνηθισμένο μπαίναμε χωρίς να ρωτήσουμε. Πέφταμε από δέντρα, κοβόμασταν, πληγώναμε τα γόνατα μας και σπάγαμε και κανένα χέρι και οι γονείς μας μάς κατσάδιαζαν κι αυτό ήταν. Λίγο βάμμα στην πληγή κι όξω απ’ την πόρτα. Τσακωνόμασταν και παίζαμε μπουνιές και μαυρίζαμε και μελανιάζαμε και πάλι φιλιώναμε. Παίζαμε ξιφομαχίες με αυτοσχέδια ξύλινα σπαθιά. Τα ακόντια μας ήταν τα κοντάρια απ’ τις σκούπες, ειδικά από εκείνες που τύλιγαν με μια μαξιλαροθήκη και ξαράχνιαζαν τα ταβάνια. Οι ασπίδες μας ήταν τα καπάκια απ’ τις μεγάλες κατσαρόλες. Τρώγαμε ακόμα και σκουλήκια και λάσπες απ’ τον κήπο. Θυμάστε τη γεύση της λάσπης; Ούτε μάτια βγάλαμε, ούτε τα σκουλήκια έζησαν για πολύ στο στομάχι μας. Κι όταν η γιαγιά πότιζε τον κήπο, τι πλάκα να της πατάς το λάστιχο του ποτίσματος και να της κόβεις το νερό κι εκείνη να φωνάζει. Κι ο πανικός ακόμα μεγαλύτερος, όταν πιάναμε το φλιτ με το εντομοκτόνο για να παίξουμε, ανίδεοι για το δηλητήριο που περιείχε. Στους ποδοσφαιρικούς μας αγώνες την ομάδα την έφτιαχναν μερικοί. Οι υπόλοιποι μάθαιναν να ζουν χωρίς αρχηγιλίκι. Φεύγαμε απ’ το σπίτι το πρωί και παίζαμε όλη μέρα ελεύθεροι, αρκεί να γυρίζαμε πίσω μόλις άρχιζε να σκοτεινιάζει, ή όταν η μάνα μας έβαζε τις φωνές απ’ το μπαλκόνι να τσακιστούμε ν’ ανεβούμε για διάβασμα. Δεν είχαμε βιντεοπαιχνίδια, ούτε καν τηλεόραση, ούτε κινητά, ούτε υπολογιστές ή internet, άντε κανένα ραδιόφωνο με λυχνίες. Το καλύτερο δώρο ήταν ένα μικρό τρανζιστοράκι με εννιάβολτη «Bereck» για ν’ ακούμε Εθνικό, ή Ενόπλων. Πηγαίναμε σχολείο και τα Σάββατα. Τρείς μέρες πρωί, τρείς μέρες απόγευμα. Τετάρτη απόγευμα, Πέμπτη πρωί και την πρώτη ώρα Μαθηματικά. Πόσες φορές δεν αισθανθήκαμε το χέρι κάποιου καθηγητή να μας σηκώνει απ’ τη φαβορίτα ή να μας τραβάει τ’ αυτιά, ή να μας ρίχνει μια σβουριχτή σφαλιάρα. Κι η βίτσα, συνήθως από μουριά να μας πληγώνει την παλάμη. Οι πράξεις μας ήταν δικές μας και οι συνέπειες θα βάρυναν εμάς. Ποιος δε θυμάται τις καζούρες ιδιαίτερα στους Θεολόγους, τις Αγγλικούδες και τους Τεχνικούς. Τα παρατσούκλια που τους βγάζαμε τα παλιόπαιδα. Ο γιαουρτάς, ο καρκίνος ο θέκλας, ο θρούμπος, ο φισφιρίκος. Την αγωνία μόλις έμπαινε ο μαθηματικός κι άνοιγε τον κατάλογο. «Για να σηκωθεί σήμερα ο ……….». Και μέχρι να πει το μελλοθάνατο, κόμπος το στομάχι. Θυμάστε στα διαγωνίσματα την απεγνωσμένη προσπάθεια να αντιγράψουμε με το βιβλίο στα γόνατα, ή τα σκονάκια κρυμμένα στα μανίκια, ή τα κορίτσια που τα ΄γραφαν με στυλό «BIC» ή «SCHNEIDER» πάνω στα μπούτια τους και τα κάλυπταν με τις μπλε ποδιές τους. Μπλε κοριτσίστικες ποδιές, άσπρο γιακαδάκι και άσπρη μπλε κορδέλα στα μαλλιά. Ποδιές που εξαφανιζόντουσαν στο λεωφορείο και χωνόντουσαν μες στις τσάντες και τ’ αγόρια που περίμεναν στο τέρμα του λεωφορείου. Ποιος δε θυμάται τις ημερήσιες εκδρομές στον Κάλαμο, στον Αϊ Γιάννη το Ρώσο, στο Ναύπλιο, στον Όσιο Λουκά, στους Δελφούς για να δούμε τον Ηνίοχο το σκανδαλιάρη που σε κοίταγε πονηρά, όπου κι αν στεκόσουνα, με κάτι απίστευτα πούλμαν. Και τους ποδοσφαιρικούς αγώνες των τριών ωρών και βάλε στ’ άδεια οικόπεδα, που τώρα έχουν γίνει μεζονέτες και στούντιο. Κάποιοι μαθητές, όχι τόσο έξυπνοι ή επιμελείς, έχαναν την τάξη και ξαναπήγαιναν στην ίδια. Θυμηθείτε πόσους διετείς είχατε στην τάξη σας στο γυμνάσιο. Ήταν εύκολα αναγνωρίσιμοι απ’ τα γένια και τη χοντρή φωνή. Ο πρώτος μας έρωτας ήταν συνήθως αδελφή ή εξαδέλφη του καλύτερου φίλου μας. Θυμόσαστε το χτυποκάρδι αλήθεια; Την αγωνία μη μας πάρουν χαμπάρι; Το πρώτο φιλί; Τα ξαναμμένα μάγουλα, το χνούδι πάνω απ’ το χείλος μας. Θυμάστε τα πάρτι γενεθλίων με δεκαπέντε αγόρια και δύο κορίτσια (ποιος ν’ αφήσει την κόρη του να πάει) με πορτοκαλάδα ή «ΤΑΜ ΤΑΜ», πατατάκια τσιπς και σπιτικό κέικ κι αργότερα βερμουτάκι και ξηρούς καρπούς. Τις άπειρες φορές που χορεύαμε το ίδιο μπλουζ σε συνεννόηση με τον υπεύθυνο του πικάπ, έτσι για να μένουμε πιο πολλή ώρα αγκαλιασμένοι με το κορίτσι των ονείρων μας. Την απίστευτη φράση «ΤΑ ΦΤΙΑΞΑΜΕ». Τι φτιάξαμε ο Θεός κι η ψυχή μας. Πηγαίναμε στο γήπεδο τρεις ώρες πριν το ματς και γυρίζαμε παπί απ’ τη βροχή και παγωμένοι μέχρι το μεδούλι τυλιγμένοι με μουσκεμένες σημαίες και χωμένοι σε πλαστικές σακούλες και με τις κάλτσες να τρέχουν Υπήρχαν τέσσερις εποχές διακριτές μεταξύ τους. Τα φύλλα των δέντρων έπεφταν το φθινόπωρο και τα μπουμπούκια των λουλουδιών άνθιζαν την άνοιξη. Υπήρχαν δέντρα και κήποι στις αυλές των σπιτιών και πηγάδια και χώμα που μύριζε μετά το πότισμα . Θυμάστε τους πανσέδες; Τα σκυλάκια; Τα χρυσάνθεμα; Τις πλεχτές ζακέτες που βάζαμε κάπου μετά το Πάσχα; Τα πρώτα μακριά παντελόνια; Τα καλοκαιρινά βράδια τα βγάζαμε ή στα σκαλιά παρέες παρέες ή παίζοντας κρυφτό και κρυφτοντένεκο ή στα καλοκαιρινά τα σινεμά με τα χαλίκια, τις καρέκλες με το πλαστικό σκοινί, τις μπουκαμβίλιες στη μάντρα, τον πασατέμπο, την πορτοκαλάδα «ΠΑΡΘΕΝΩΝ», το μπυράλ και το απίθανο σε γεύση cola «ΤΑΜ‐ΤΑΜ». Αξέχαστα χρόνια! Οι γενιές αυτές έβγαλαν μερικούς απ’ τους καλύτερους επιστήμονες, γιατρούς, μηχανικούς, ανθρώπους εργατικούς και τίμιους οικογενειάρχες και πολλούς άλλους. Τα τελευταία πενήντα χρόνια έγινε έκρηξη σε καινοτομίες και νέες ιδέες. Είχαμε επιτυχίες, αποτυχίες και υπευθυνότητα και μάθαμε να τ’ αντιμετωπίζουμε όλα. Μεγαλώσαμε σαν παιδιά με τις χαρές και τις λύπες, μας. Ζήσαμε. Και θα εξακολουθήσουμε να ζούμε όσο μας χρωστάει ο Θεός, σε πείσμα όλων αυτών που μας πλαστικοποίησαν τη ζωή με δικές τους ιδέες και για δικό τους όφελος.

Anna Mana



 http://rigasili.blogspot.gr/2010/04/2-70.html


«H αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω πώς καταφέραμε να επιβιώσουμε. Είμαστε μια γενιά σε αναμονή: Περάσαμε την παιδική μας ηλικία περιμένοντας. Επρεπε να περιμένουμε δύο ώρες μετά το φαγητό πριν κολυμπήσουμε. Δύο ώρες μεσημεριανού ύπνου για να ξεκουραστούμε, ήταν απαραίτητο. Ακόμα και οι πόνοι περνούσαν με την αναμονή. Κοιτάζοντας πίσω, είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι είμαστε ακόμα ζωντανοί.

Εμείς ταξιδεύαμε σε αυτοκίνητα χωρίς ζώνες ασφαλείας και αερόσακους. Κάναμε ταξίδια 10 και 12 ωρών, πέντε άτομα σε ένα Φιατάκι και δεν υποφέραμε από το "σύνδρομο της τουριστικής θέσης". Δεν είχαμε πόρτες, παράθυρα, ντουλάπια και μπουκάλια φαρμάκων ασφαλείας για τα παιδιά. Ανεβαίναμε στα ποδήλατα χωρίς κράνη και προστατευτικά.
Οι κούνιες ήταν φτιαγμένες από μέταλλο και είχαν κοφτερές γωνίες. Περνάγαμε ώρες κατασκευάζοντας αυτοσχέδια αυτοκίνητα για να κάνουμε κόντρες κατρακυλώντας σε κάποια κατηφόρα και μόνο τότε ανακαλύπταμε ότι είχαμε ξεχάσει να βάλουμε φρένα.
Παίζαμε "μακριά γαϊδούρα" και κανείς μας δεν έπαθε κήλη ή εξάρθρωση. Βγαίναμε από το σπίτι τρέχοντας το πρωί, παίζαμε όλη τη μέρα και δε γυρνούσαμε στο σπίτι παρά μόνο αφού είχαν ανάψει τα φώτα στους δρόμους. Κανείς δεν μπορούσε να μας βρει. Τότε δεν υπήρχαν κινητά. Σπάγαμε τα κόκαλα και τα δόντια μας και δεν υπήρχε κανένας νόμος για να τιμωρήσει τους "υπεύθυνους". Ανοίγανε κεφάλια όταν παίζαμε πόλεμο με πέτρες και ξύλα και δεν έτρεχε τίποτα. Ηταν κάτι συνηθισμένο για παιδιά και όλα θεραπεύονταν με λίγο ιώδιο ή μερικά ράμματα. Δεν υπήρχε κάποιος να κατηγορήσεις παρά μόνον ο εαυτός σου.
Είχαμε καυγάδες και κάναμε καζούρα ο ένας στον άλλον και μάθαμε να το ξεπερνάμε χωρίς να μας δημιουργούνται ψυχολογικά τραύματα. Τρώγαμε γλυκά και πίναμε αναψυκτικά, αλλά δεν ήμασταν παχύσαρκοι. Ισως κάποιος από εμάς να ήταν χοντρός και αυτό ήταν όλο.Μοιραζόμασταν μπουκάλια νερό ή αναψυκτικά και κανένας μας δεν έπαθε τίποτα. Καμιά φορά κολλάγαμε ψείρες στο σχολείο και οι μητέρες μας το αντιμετώπιζαν πλένοντάς μας το κεφάλι με ζεστό ξίδι..
Δεν είχαμε Playstations, Nintendo 64, 99 τηλεοπτικά κανάλια, βιντεοταινίες με ήχο surround, υπολογιστές ή Ιnternet. Εμείς είχαμε φίλους. Κανονίζαμε να βγούμε μαζί τους και βγαίναμε. Καμιά φορά δεν κανονίζαμε τίποτα, απλά βγαίναμε στο δρόμο και εκεί συναντιόμασταν για να παίξουμε κυνηγητό, κρυφτό, αμπάριζα, μέχρι εκεί έφτανε η τεχνολογία.
Περνούσαμε τη μέρα μας έξω, τρέχοντας και παίζοντας. Φτιάχναμε παιχνίδια μόνοι μας από ξύλα. Χάσαμε χιλιάδες μπάλες ποδοσφαίρου. Πίναμε νερό κατευθείαν από τη βρύση, όχι εμφιαλωμένο και κάποιοι έβαζαν τα χείλη τους πάνω στη βρύση. Θεέ μου! Πηγαίναμε με το ποδήλατο ή περπατώντας μέχρι τα σπίτια των φίλων και τους φωνάζαμε από την πόρτα... Φανταστείτε το! Χωρίς να ζητήσουμε άδεια από τους γονείς μας, ολομόναχοι εκεί έξω στο σκληρό αυτό κόσμο! Χωρίς κανέναν υπεύθυνο! Πώς τα καταφέραμε; Στα σχολικά παιχνίδια συμμετείχαν όλοι και όσοι δεν έπαιρναν μέρος έπρεπε να συμβιβαστούν με την απογοήτευση. Κάποιοι δεν ήταν τόσο καλοί μαθητές όσο άλλοι και έπρεπε να μείνουν στην ίδια τάξη. Δεν υπήρχαν ειδικά τεστ για να περάσουν όλοι. Τι φρίκη!
Κάναμε διακοπές τρεις μήνες τα καλοκαίρια και περνούσαμε ατέλειωτες ώρες στην παραλία χωρίς αντηλιακή κρέμα με δείκτη προστασίας 30 και χωρίς μαθήματα ιστιοπλοΐας, τένις ή γκολφ. Φτιάχναμε όμως φανταστικά κάστρα στην άμμο και ψαρεύαμε με ένα αγκίστρι και μια πετονιά. Ρίχναμε τα κορίτσια κυνηγώντας τα και όχι πιάνοντας κουβέντα σε κάποιο chat room.
Είχαμε αποτυχία, επιτυχία, υπευθυνότητα και μέσα από όλα αυτά μάθαμε και ωριμάσαμε. Κάποιοι από μας είχαμε την τύχη να μεγαλώσουμε σαν παιδιά».

.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-

http://rigasili.blogspot.gr/2010/04/1.html

«Κάποτε ο χρόνος είχε τέσσερις εποχές, σήμερα έχει δύο. Κάποτε δουλεύαμε οκτώ ώρες, σήμερα έχουμε χάσει το μέτρημα. Κάποτε είχαμε χρόνο να πάμε για καφέ με τους φίλους μας... Τώρα τα λέμε μέσω MSN και Skype. Κάποτε είχαμε χρόνο να κοιτάξουμε τον ουρανό, να δούμε το χρώμα του, να ακούσουμε το κελάηδημα των πουλιών, να νιώσουμε την ευωδιά του βρεγμένου χώματος. Σήμερα τα βλέπουμε στην τηλεόραση.
Κάποτε παίζαμε με τους φίλους μας ποδόσφαιρο στις αλάνες. Σήμερα παίζουμε ποδόσφαιρο στο Playstation.
Κάποτε ζητάγαμε συγγνώμη από κοντά, σήμερα το λέμε και με SMS. Κάποτε κυκλοφορούσαμε με ταπεινά αυτοκίνητα 1.000 κυβικών και ήμασταν χαρούμενοι... Κάποτε αγοράζαμε ένα παντελόνι και το είχαμε για δύο χρόνια. Τώρα το έχουμε δύο μήνες και μετά παίρνουμε άλλο. Κάποτε ζούσαμε σε σπίτι 65 τετραγωνικών και... ήμασταν ικανοποιημένοι. Σήμερα ζούμε σε σπίτια μεγαλύτερα και δε χωράμε μέσα... Κάποτε λέγαμε καλημέρα σε έναν περαστικό και τον ρωτούσαμε για την τάδε οδό. Σήμερα μας το λέει ο navigator. Κάποτε πίναμε νερό της βρύσης και ήμασταν μια χαρά. Σήμερα πίνουμε εμφιαλωμένο και ...αρρωσταίνουμε. Κάποτε είχαμε τις πόρτες των σπιτιών ανοικτές, όπως και τις καρδιές μας. Σήμερα κλειδαμπαρωνόμαστε, βάζουμε συναγερμούς και έχουμε και 5-6 λυκόσκυλα για να μην αφήσουμε κανέναν να μας πλησιάσει. Είτε είναι καλός, είτε κακός. Κάποτε είχαμε 2 τηλεοπτικά κανάλια και πάντα βρίσκαμε κάτι ενδιαφέρον να δούμε. Σήμερα έχουμε 100 κανάλια και δεν μας αρέσει κανένα πρόγραμμα. 
Κάποτε μαζευόμασταν όλη η οικογένεια γύρω από το κυριακάτικο τραπέζι και αισθανόμασταν ενωμένοι και ευτυχισμένοι. Σήμερα, έχει ο καθένας το δικό του δωμάτιο και δε βρισκόμαστε μαζί στο τραπέζι ποτέ... Κάποτε η σκληρή δουλειά ήταν ιδανικό. Σήμερα είναι βλακεία. Κάποτε τα περιοδικά έπαιρναν συνέντευξη από τον Σεφέρη. Σήμερα παίρνουν από τον ...πρώτο τυχόντα. Κάποτε μας μάγευε η φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη, σήμερα μας ξεκουφαίνει η ...Σούλα Μπούλα.

Κάποτε ντοκουμέντο ήταν μια επιστημονική ανακάλυψη. Σήμερα ντοκουμέντο είναι ένα ερασιτεχνικό βίντεο που δείχνει δύο οπαδούς ομάδων να ανοίγουν ο ένας το κεφάλι του άλλου. Κάποτε βλέπαμε στην τηλεόραση κινούμενα σχέδια με τον Σεραφίνο, τον Τιραμόλα. Σήμερα βλέπουμε τους Power Rangers και τους Monsters με όπλα και χειροβομβίδες να σκοτώνουν και να ξεκοιλιάζουν τους κακούς. Κάποτε μας αρκούσε μια βόλτα με την κοπέλα μας σε ένα ταπεινό δρομάκι της γειτονιάς. Χέρι χέρι, να κοιτάμε τον ουρανό, να σιγοψιθυρίζουμε ένα ρομαντικό τραγουδάκι και να ταξιδεύουμε νοητά. Σήμερα, ονειρευόμαστε ταξίδια στο Θιβέτ. Κάποτε είχαμε το θάρρος και τη λεβεντιά να λέμε "έκανα λάθος". Σήμερα λέμε "αυτός φταίει"...
Κάποτε νοιαζόμασταν για το γείτονα, σήμερα τσαντιζόμαστε αν αγοράσει καλύτερη τηλεόραση από εμάς. Κάποτε ζούσαμε με το μισθό μας. Σήμερα ζούμε με τους μισθούς που ΘΑ πάρουμε...
Κάποτε ιδανικό ήταν να γίνεις αναγνωρισμένος. Σήμερα, ιδανικό είναι να γίνεις απλά αναγνωρίσιμος. Κάποτε μας δάνειζε λεφτά ο αδελφός μας. Σήμερα μας δανείζουν οι τράπεζες. Κάποτε κοιτούσαμε στα μάτια τους ανθρώπους. Τώρα τους κοιτάμε στην τσέπη. Κάποτε δουλεύαμε για να ζήσουμε. Σήμερα ζούμε για να δουλεύουμε. Κάποτε είχαμε χρόνο για τον εαυτό μας. Σήμερα δεν έχουμε χρόνο για κανένα... Αυτό το "Κάποτε", το έλεγαν Ζωή...».

.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-


Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2012

ελευθερία ή ησυχία;


έχε το νου σου στο παιδί...Υπερασπίσου το παιδί
γιατί αν γλιτώσει το παιδί
υπάρχει ελπίδα..



Ο προορισμός του ονείρου

Θα ξαναγεννηθούμε σε μιαν άλλη χώρα
θ΄ανακαλύψουμε και πάλι τις πρώτες λέξεις
και θα προφέρουμε περήφανα
κάθε ελάχιστο αυτονόητο
στη γνώση μάταια θ΄αναζητήσουμε τον κόσμο
θα περιπλανηθούμε στους μεγάλους δρόμους
με τις σειρήνες μέσα στην ομίχλη


και κάποτε έκθαμβοι θα συναντήσουμε
την πρώτη μας αγάπη
στα μάτια μας θα αστράφτει
η ίδια προαιώνια λάμψη

τίποτα δεν θα θυμηθούμε

και τίποτα δεν θάχουμε ξεχάσει
Τόλης Νικηφόρου





"...Μην με μαρτυρήσεις!
Και προπαντός να μην του πεις πως μ' εγκατέλειψεν η ελπίδα!
Καθώς κοιτάς τον Ταΰγετο, σημείωσε τα φαράγγια

που πέρασα. Και τις κορφές που πάτησα. Και τα άστρα

που είδα. Πες τους από μένα, πες τους από τα δακρυά μου,
ότι επιμένω ακόμη πως ο κόσμος
είναι όμορφος!"
Νικηφόρος Βρεττάκος


Aύριο λοιπόν!!

Λουκέτα, ανεργία, καταστολή, φτώχεια, αυτοκτονίες
Πανευρωπαϊκή απεργία στις 14 Νοέμβρη.

Εμείς;
Προσθήκη λεζάντας








Jacques Brel - Ne me quitte pas [greek subs]ΥΜΝΟΣ ΑΓΑΠΗΣ..



Το σκυλί της κάθε φορά που ΤΗΝ βλέπει, χαίρεται, και κουνάει την ουρά του... Κι αυτός θέλει να είναι εκεί, έστω σαν σκιά της άδολης χαράς κι αγάπης για Εκείνη...
.........................................................................................

.........................................................................................











"Κράτα με στο σκοτάδι,
πάνω σου πιο σφιχτά
ν' ακούγεται η καρδιά όταν ζητάει το χάδι...


Κράτα με και θυμήσου
ψέματα μη μου πεις
τα λόγια της σιωπής διαβάζω
στο κορμί σου...

Τόσο πολύ σ' αγαπώ που μπορεί

και να μάθω μακριά σου για σένα να ζω...
Τόσο βαθιά σ' αγαπώ που μπορεί
και ν' αντέξω μακριά σου να ζω...

Να 'ξερες πως πονάει το τελευταίο φιλί

κι ακόμα πιο πολύ όταν σε προσπερνάει...
Αν είναι να μου δώσεις
τέτοιο φιλί πικρό
δώσ' μου το να το πιω
δίχως να μετανιώσεις...

Τόσο πολύ σ' αγαπώ που μπορεί

και να μάθω μακριά σου
για σένα να ζω...
Τόσο βαθιά σ' αγαπώ
που μπορεί
και ν' αντέξω μακριά σου να ζω...


Top Tracks for Eleni Karaindrou (λίστα αναπαραγωγής)

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

Αν και με τρομάζεις Εσύ,..η πλατεία θα ξανάχει γιορτή!!

Λοιπόν αγρίεψε ο κόσμος σαν καζάνι που βράζει,
σαν το αίμα που στάζει, σαν ιδρώτας θολός.
Πότε πότε γελάμε, πότε κάνουμε χάζι
και στα γέλια μας μοιάζει να γλυκαίνει ο καιρός.
Mα όταν κοιτάζω τις νύχτες τις ειδήσεις να τρέχουν
ξέρω ότι δεν έχουν νέα για να μου πουν.
Ήμουν εγώ στη φωτιά κι ήμουν εγώ η φωτιά
είδα το τέλος με τα μάτια ανοιχτά.

Είδα τον πόλεμο φάτσα, τη φυλή και τη ράτσα
προδομένη από μέσα απ΄τους πιο πατριώτες
να 'χουν τη μάνα μου αιχμάλωτη με το όπλο στο στόμα
τα παιδιά τους στολίζουν σήμερα τη Βουλή.
Κάτω από ένα τραπέζι, το θυμάμαι σαν τώρα,
με μια κούπα σταφύλι στου βομβαρδισμού την ώρα
είδα αλεξίπτωτα χίλια στον ουρανό σαν λεκέδες
μου μιλούσε ο πατέρας μου να μη φοβηθώ.
"Κοίταξε τι ωραία που πέφτουν,
τι ωραία που πέφτουν....".

Είδα γονείς ορφανούς, ο ένας παππούς απ'τη Σμύρνη
στη Δράμα πρόσφυγας πήγε να βρει βουλγάρικη σφαίρα
κι ο άλλος Κύπριος φυγάς στο μαύρο τότε Λονδίνο
στα 27 του στα δύο τον κόψανε οι Ναζί.
Είδα μισή Λευκωσία, βουλιαγμένη Σερβία
στο Βελιγράδι ένα φάντασμα σ'άδειο ξενοδοχείο
αμερικάνικες βόμβες και εγώ να κοιμάμαι
αύριο θα τραγουδάνε στης πλατείας τη γιορτή.
Είδα κομμάτια το κρέας μες στα μπάζα μιας πόλης
είδα τα χέρια, τα πόδια, πεταμένα στη γη.
Είδα να τρέχουν στο δρόμο με τα παιδιά τους στον ώμο
κι εγώ τουρίστας με βίντεο και φωτογραφική.

Εδώ στην άσχημη πόλη που απ'την ανάγκη κρατιέται
ένας λαός ρημαγμένος μετάλλια ντόπα ζητάει Ολυμπιάδες
κι η χώρα ένα γραφείο τελετών.
Θα σου ζητήσω συγγνώμη που σε μεγάλωσα εδώ.
Τους είχα δει να γελάνε οι μπάτσοι
κι απ'την Ομόνοια να πετάν' δακρυγόνα στο πυροσβεστικό
στο παράθυρο εικόνισμα άνθρωποι σαν λαμπάδες
και τα κανάλια αλλού να γυρνούν το φακό.
Και είδα ξεριζωμένους να περνούν τη γραμμή
για μια πόρνη φτηνή ή για καζίνο και πούρα.
Έτσι κι αλλιώς μπερδεμένη η πίστη μας,η καημένη,
ο Σολωμός με Armani και την καρδιά ανοιχτή.

Δεν θέλω ο εαυτός μου να 'ναι τόπος δικός μου
ξέρω πως όλα αν μου μοιάζαν, θα 'ταν αγέννητη η γη
δε με τρομάζει το τέρας ούτε κι ο άγγελός μου
ούτε το τέλος του κόσμου.
Με τρομάζεις εσύ.
Με τρομάζεις,ακόμα, οπαδέ της ομάδας
του κόμματος σκύλε, της οργάνωσης μάγκα
διερμηνέα του Θεού, ρασοφόρε γκουρού
τσολιαδάκι φτιαγμένο, προσκοπάκι χαμένο
προσεύχεσαι και σκοτώνεις
τραυλίζεις ύμνους οργής
Έχεις πατρίδα το φόβο, γυρεύεις να βρεις γονείς
μισείς τον μέσα σου ξένο.
Κι όχι, δεν καταλαβαίνω
δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω.






ΚΡΑΥΓΗ

από Ioakim Papachronis, Τετάρτη, 7 Νοεμβρίου 2012 στις 12:07 μ.μ.
·

Αιθάλη από καμένα όνειρα σκεπάζει τον άδειο ορίζοντα…. Στον ακατάληπτο πόλεμο, τα όνειρα απαξιωμένα χαρτονομίσματα με μόνο αντίκρισμα το τίποτα…. Φαύλος κύκλος: κέρδη, αποκτήνωση, εκμετάλλευση, μείωση κερδών, μείωση κερδών! , αποκτήνωση, εκμετάλλευση, κέρδη. Και μεις, πιασμένοι στο φαύλο κύκλο του εαυτού μας, ανέτοιμοι από καιρό… σαν τούτη η οξείδωση ανεπαισθήτως συντελέσθη… έρχεται όμως κάποτε η στιγμή που η κραυγή βρίσκει το σώμα σου ζητώντας το δίκιο της, το δίκαιο της γέννας , εκεί που πόνος και θυμός γίνονται λέξεις . Και ουρλιάζουν.

Άντε γαμηθείτε ποιήματα! Χάρτινα καραβάκια στα μαύρα νερά του τρόμου, κωφάλαλοι μονόλογοι επί σκηνής σε άδειο θέατρο, χρυσές κλωστές αράχνης που βαλσαμώνετε ψυχές… Να γράφει το αίμα στους δρόμους τις κραυγές κι εσείς μελάνη κόκκινη ξερή .. να γράφετε σιωπή……

Άντε γαμηθείτε θεοί του φόβου και του θάνατου
μάσκες στην απελπισία μας
τρόμοι σκαλισμένοι στο μυαλό μας
δεν θέλω έναν τυφλό κυνηγό του κακού ,τιμωρό ενός ανύπαρκτου παράδεισου.
Θέλω τη ζωή μου εδώ. Επί της γης.

Άντε γαμήσου καπιταλιστή, που αλέθεις το μέλλον μας για να ταϊσεις τα γουρούνια σου, που στοιβάζεις τα όνειρα σε τρένα αόρατα οδηγώντας τα σ΄ αθέατο θάνατο.. Γαμήσου κι εσύ κομμουνιστή της κοινοκτημοσύνης του τίποτα , με την άπλετη θέα στο επαναστατικό σου σκοτάδι, που καρφώνεις με ηρωικά σφυροδρέπανα πρόκες στα φέρετρα της ελευθερίας μας, και εσύ σοσιαλληστή, ιδεολογικέ τραβεστί με σώμα από οιστρογόνα απληστίας και όλους εμάς στην άκρη του πιρουνιού του ανεκπλήρωτου, για κοίτα ρε πως γλύφει τα χείλη του το τίποτα…..

Άντε γαμήσου πολιτικάντη, με τσέπη για ψυχή, που βγαίνεις στους δρόμους πρεζόνι για τη δόση εξουσίας σου, ανθρωποκαρέκλα με γυψοσανίδες λόγων και στοκ ψεμάτων να ξεπουλάς και τα παιδιά σου
- για τη μάνα σου, ούτε λόγος-
Και συ το ίδιο , οπαδέ, βολεμένε στο στάδιο του πτυελοδοχείου, με ορίζοντα μια τρύπα που από το σκύψιμο έχεις χωθεί βαθιά μέσα της….

Άντε γαμήσου κατατρεγμένε ελληναρά, κάθε εσύ και μια κερκόπορτα του Εφιάλτη, μοίρασες την πατρίδα σου λάφυρο σ' αιώνιους Πέρσες, κι ό,τι απέμεινε το λεηλάτησες κι αυτό μονάχος σου, νικητής της ήττας σου, μα τώρα που ο καθρέφτης σου ράγισε με πάταγο ψεμάτων, βλέπεις πόσο γνωστοί είμαστε εμείς οι άγνωστοι εισβολείς - καταπατητές του μέλλοντός σου.

Και γαμηθείτε κι εσείς, φύλακες του ονειροκομείου που βιάζατε κρυφά στο άσυλο μια καθυστερημένη ελλαδίτσα , γελώντας που γένναγε παιδιά που δεν μπορούσε να τα θρέψει…

Άντε γαμήσου γιατρέ, πιστέ στον όρκο του πλουτοκράτη, στρατηγέ, φορτωμένε κομματικά παράσημα, παροξύτονε νέε που αποθεώνεις το τεράστιο ξύλινο άλογο του προαναγγελθέντος χαμού σου έξω από τη πύλη της ζωής σου , αργυρώνητε δημοσιογράφε, χαφιέ που εμπορεύεσαι τις τυφλές κραυγές της αγωνίας μας, κι εσύ αυτιστικέ καλλιτέχνη, που παίζεις το βιολί σου στην ορχήστρα του Τιτανικού μας, γαμήσου κι εσύ μισαλλόδοξε πνευματικέ, με μάτια λογότυπα της ιδιοτέλειας και στην καρδιά για φυλαχτό, μαχαίρια .. Διανοούμενε της ανυπαρξίας, λυσσίατρε των ονείρων μας, ορθοπεδικέ του συστήματος κομίζεις γύψο στις ψυχές μας, τούτη την καμία ώρα που συμμορίες ιδεών λυμαίνονται το φως. Κι εσύ αδιάφορε δάσκαλε , ταϊστρα μυρηκασμένου φυράματος , τέκτονα συνειδήσεων με ιδέες προκάτ , φάρε παροπλισμένε κι απ το δικό σου χέρι, σβήνεις κι αφήνεις καράβια λευκά να τσακίζονται σ όλα τα αύριο ..

 Άντε γαμήσου αντιδραστικέ μπαχαλάκια, κοπρόμυγα δραστήρια μονάχα στη σαπίλα που σε τρέφει. Άντε γαμήσου μπάτσε, απόφυση του γκλομπ σου, κουφάρι πρησμένο μιας πνιγμένης συνείδησης .. αντί άνθρωπος έγινες σκιά να ξαποσταίνουν τα ζώα της εξουσίας….
Κι εσύ, κρυφόμπατσε, στη μούχλα του μυαλού που πουλάς προστασία στους εκπορνευμένους εαυτούς μας και χαίρεσαι να πνίγεις το άρωμα γιασεμιών καρδιών στη στυφή σου βαρβατίλα.
Γαμήσου κι εσύ μαλάκα μπάτσε εαυτέ μου , που μου τη στήνεις σε κάθε στροφή που πάει η καρδιά για να ξεφύγει .. απαθή κλεπταποδόχε του κενού, συνωμότη του τίποτα , με τον δικό σου ύπνο βλέπουμε όλοι εφιάλτες, όταν άλλοι καταδικάζονται ερήμην σου σε θάνατο αργό εσύ είσαι ο προδότης, φυγόδικε δραπέτη της μοίρας μου, τώρα που οι τοίχοι πλησιάζουν, νομίζεις θα ξεφύγεις;
Θ΄ αντέξεις τη ζωή σου ως το τέλος.


Άντε γαμήσου είδωλο και καθρέφτισμά μου .. συνέπεια της ασυνέπειας μου…. Λαθρεπιβάτη της ζωής μου.. εσύ η παγίδα μου εσύ και το τυρί που μου έβαλες για να πιαστείς…. σε τούτον το πόλεμο οι σφαίρες ανάκουστες σχίζουν αργά αργά τον αέρα , σε διαπερνούν για χρόνια και σκάνε στο είναι σου με μια σκοτεινή αντίστροφη έκρηξη….
Το πανηγύρι σου ήσουν εαυτέ μου. Που τέλειωσε.

Άντε γαμήσου λοιπόν εαυτέ, αδερφέ και πλησίον μου , κι εσύ κι εγώ , μελλοζώντανοι ενδόμυχου θανάτου… Γιατί παραγραφή στη θέληση δεν υπάρχει . Γιατί πέρα από την απάθεια που βαλσαμώνει, πίσω απ΄ το μάταιο που επελαύνει, υπάρχει μια κραυγή που μας καλεί, ανένδοτη, ένα άσπιλο φως επιλογής, μια απόφαση -στοά μυστική στη σωτηρία…. θαμμένες νάρκες για σκοτάδι είμαστε σ έναν πόλεμο που δεν τελειώνει, για το φως…. Το χείλος του γκρεμού το μοιραζόμαστε όλοι. Κι είναι εύκολο το βήμα. Να ξαναφτιάξεις όμως ήλιο θέλει δουλειά πολύ…
Θέλει την ψυχή σου αξίνα, να σκάβει στοά στον προσωπικό σου λαβύρινθο , τη θέλει φωτιά να καίει τις φωλιές των φιδιών που θα ξετρυπώνει, τη θέλει πλημμύρα να διώχνει τα ποντίκια από τον παράδεισο μας.
Σκάβοντας μόνο διασώζονται οι θαμμένες αξίες, που ζωντανές, ακόμα ανασαίνουν. Σκάβοντας κάποτε θα κυλήσει το φως…είναι δύσκολες οι μάχες… τα ίδια μας τα μάτια πεινάνε ξεγελασμένα απ την ψεύτικη ζεστασιά που αναδίδει ένα κομμάτι άδειου….

Όχι όμως άλλο… όχι .. τόσους θανάτους κόστισε τούτη η ζωή μας… πορεία άλλη πέρα απ΄ την κάθοδο στον Άδη των πραγμάτων δεν υπάρχει. Ο κόσμος μπορεί να είναι τόσο άσχημος που σου ραγίζει τα μάτια, την ίδια στιγμή όμως οι δυνατότητες του τα γιατρεύουν… Θυμήσου ! Μαθητεύω στη φλόγα σημαίνει να καίγομαι μέσα της…

Γι αυτό λοιπόν , Κρατήσου ! η ζωή είναι τόσο μικρή που το μόνο που αξίζει να κάνει κανείς είναι να τη χαρίζει… Σήκω και Κρατήσου! Μόνο σαν αθροιστούν οι κραυγές μας θα ΄ρθει κι η κατολίσθηση τους… Δώσε μου τα χέρια σου, να γίνουμε θηλιά στο λαιμό αυτού του μαύρου σκοταδιού…
Γιατί απ΄ το θάνατο, η απόσταση έχει το σχήμα σου, εαυτέ μου κι αδερφέ μου..
Των καιρών το μαχαίρι διαπερνά και τους δυο, και μας κρατά ενωμένους στη ζωή ..
Αν αποτραβηχτείς, θα σβήσουμε κι οι δυο ..
Γι αυτό , Κρατήσου .
Να μη σβήσουμε

Να ζήσουμε.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
H ΚΡΑΥΓΗ είναι......




ΔΡΟΜΟΣ!!


"Εγω σε αυτή την Ελλάδα πιστεύω...Σε αυτόν τον κόσμο που ήταν σήμερα στους δρόμους...Σας ευχαριστούμε..!~ΧΑΡΑ"




καλή συνέχεια ΜΑΣ!!